Anonymous

ἀσπαλιεύς: Difference between revisions

From LSJ
1
(6)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπαλιεύς]], ο (Α)<br />ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. [[ασπαλιεύς]] θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. <i>άσπαλος</i> «[[ιχθύς]]» (<b>Ησύχ.</b>), [[έπειτα]] από αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αλιεύς]]. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. <i>άσπαλος</i> συνδέεται με τα λατ. <i>squalus</i>, [[ονομασία]] ενός μεγάλου ψαριού, αρχ. νορβ. <i>hvalr</i> «[[φάλαινα]]», αρχ. πρωσ. <i>kalis</i> «[[γλανός]]» ([[είδος]] ψαριού του γλυκού νερού)», [[πράγμα]] που εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Προτιμότερο ίσως θα ήταν να θεωρηθεί η λ. <i>άσπαλος</i> μεσογειακής προελεύσεως. Τέλος η αρχαία [[υπόθεση]] ότι ο τ. προέρχεται από <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σπάω]] οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=[[ἀσπαλιεύς]], ο (Α)<br />ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. [[ασπαλιεύς]] θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. <i>άσπαλος</i> «[[ιχθύς]]» (<b>Ησύχ.</b>), [[έπειτα]] από αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αλιεύς]]. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. <i>άσπαλος</i> συνδέεται με τα λατ. <i>squalus</i>, [[ονομασία]] ενός μεγάλου ψαριού, αρχ. νορβ. <i>hvalr</i> «[[φάλαινα]]», αρχ. πρωσ. <i>kalis</i> «[[γλανός]]» ([[είδος]] ψαριού του γλυκού νερού)», [[πράγμα]] που εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Προτιμότερο ίσως θα ήταν να θεωρηθεί η λ. <i>άσπαλος</i> μεσογειακής προελεύσεως. Τέλος η αρχαία [[υπόθεση]] ότι ο τ. προέρχεται από <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σπάω]] οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[fisher]] (Nic.)<br />Other forms: <b class="b3">ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας</b>. <b class="b3">Ἀθαμᾶνες</b> H. Cf. <b class="b3">ἄσπαλον· σκύτος</b> H. (unrelated?).<br />Derivatives: <b class="b3">ἀσπαλία τοῦ ἁλιέως ἐργασία</b> (H.) for <b class="b3">*ἀσπαλιεία</b>? Cf. <b class="b3">ἀσπαλίσαι ἁλιεῦσαι</b>, <b class="b3">σαγηνεῦσαι</b> (AB 183).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">ἁλιεύς</b>. Etym. unknown. Since Solmsen Wortforsch. 21 A. <b class="b3">ἄσπαλος</b> is compared with Lat. [[squalus]] name of a big fish, ON [[hvalr]] [[whale]], which does not agree with Plato, Sph. 221c, who speaks of fishing with a line. Chantr. strangely doubts the connection <b class="b3">ἀσπαλιεύς</b> \/ <b class="b3">ἄσπαλος</b>. Quite improb. vW. - Rather with Huber, Comm. Aenip. 9, 21, a susbtr. word (but note that [[squalus]] too is non-IE).
}}
}}