Anonymous

βαλλωτή: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[βαλλωτή]])<br />[[πολυετής]] πόα, δύσοσμη, με κόκκινα [[άνθη]], βρομόχορτο, [[πιπερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο [[είναι]] η [[βαλλωτή]] η [[κρατηροειδής]], λουμινιά, [[λυχναράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=η (Α [[βαλλωτή]])<br />[[πολυετής]] πόα, δύσοσμη, με κόκκινα [[άνθη]], βρομόχορτο, [[πιπερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο [[είναι]] η [[βαλλωτή]] η [[κρατηροειδής]], λουμινιά, [[λυχναράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: a plant, <b class="b2">Ballota nigra</b> (Dsc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unknown Cf. <b class="b3">βάλ(λ)αρις</b>, [[βάλλις]] and Strömberg Pflanzennamen 151. Fur. 301 compares [[βαλαύστιον]] (also <b class="b3">-ώστιον</b>{{)}; <b class="b3">αυ</b>\/<b class="b3">ω</b> is known from Pre-Gr., as is the suffix <b class="b3">-ωτ-</b>.
}}
}}