Anonymous

βλάττα: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βλάττα]], Α και [[βλάττη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως [[μεγάλη]] ή μαύρη [[κατσαρίδα]]<br /><b>2.</b> η ευλογιά<br /><b>3.</b> η [[ουλή]] που αφήνει η ευλογιά<br /><b>4.</b> [[βαρύ]] και θανατηφόρο [[νόσημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πορφύρα]] και η [[βαφή]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>blatta</i> «[[πορφύρα]]» (για το νεοελλ. [[βλάττα]] «[[σίλφη]], [[κατσαρίδα]]» <b>βλ.</b> εγκυκλ. [[βλάττα]])].
|mltxt=η (AM [[βλάττα]], Α και [[βλάττη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως [[μεγάλη]] ή μαύρη [[κατσαρίδα]]<br /><b>2.</b> η ευλογιά<br /><b>3.</b> η [[ουλή]] που αφήνει η ευλογιά<br /><b>4.</b> [[βαρύ]] και θανατηφόρο [[νόσημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πορφύρα]] και η [[βαφή]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>blatta</i> «[[πορφύρα]]» (για το νεοελλ. [[βλάττα]] «[[σίλφη]], [[κατσαρίδα]]» <b>βλ.</b> εγκυκλ. [[βλάττα]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[purple]] (Ed. Diocl.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.<br />Etymology: From Lat. [[blatta]], which is unclear.
}}
}}