3,277,019
edits
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄμβη]], η (Α)<br /><b>1.</b> υψωμένο και προτεταμένο [[άκρο]] τόπου, κτηρίου ή πράγματος<br /><b>2.</b> το [[χείλος]] της στεφάνης του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το [[ρήμα]] [[ἀναβαίνω]], [[καθόσον]] σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η [[έννοια]] του «ύψους»]. | |mltxt=[[ἄμβη]], η (Α)<br /><b>1.</b> υψωμένο και προτεταμένο [[άκρο]] τόπου, κτηρίου ή πράγματος<br /><b>2.</b> το [[χείλος]] της στεφάνης του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το [[ρήμα]] [[ἀναβαίνω]], [[καθόσον]] σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η [[έννοια]] του «ύψους»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἄμβων]] | |||
}} | }} |