Anonymous

ἄμβη: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμβη]], η (Α)<br /><b>1.</b> υψωμένο και προτεταμένο [[άκρο]] τόπου, κτηρίου ή πράγματος<br /><b>2.</b> το [[χείλος]] της στεφάνης του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το [[ρήμα]] [[ἀναβαίνω]], [[καθόσον]] σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η [[έννοια]] του «ύψους»].
|mltxt=[[ἄμβη]], η (Α)<br /><b>1.</b> υψωμένο και προτεταμένο [[άκρο]] τόπου, κτηρίου ή πράγματος<br /><b>2.</b> το [[χείλος]] της στεφάνης του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το [[ρήμα]] [[ἀναβαίνω]], [[καθόσον]] σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η [[έννοια]] του «ύψους»].
}}
{{etym
|etymtx=See also: [[ἄμβων]]
}}
}}