Anonymous

βορβορύζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βορβορύζω]] (Α)<br />έχω [[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[βόρβορος]])].
|mltxt=[[βορβορύζω]] (Α)<br />έχω [[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[βόρβορος]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[rumble]] (Hippon, s. LSJSup.)<br />Derivatives: <b class="b3">βορβορυγή ποιός τις ἦχος</b>, <b class="b3">ὅν καὶ κορκορυγην καλοῦσιν</b> H., <b class="b3">βορβορυγμός</b> <b class="b2">id.</b> (Hp.); also <b class="b3">βορβόρωσις</b> (Archig. ap. Aët.), as if from <b class="b3">βορβορόω</b> (s. [[βόρβορος]]). <b class="b3">βορβορίζει γογγύζει</b>, <b class="b3">μολύνει</b>. <b class="b3">Κύπριοι</b> H., <b class="b3">βορβορισμός</b> (Cael. Aur.) = <b class="b3">βορβορυγμός</b>;<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation. Connection with <b class="b3">βόρβορος</b> though partly different in meaning; such developments are found sometimes. In <b class="b3">βορβορίζει</b> the two meanings come together. No etym.
}}
}}