Anonymous

βλωμός: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βλωμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τροφή]] που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο [[στόμα]] με [[σάλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] το [[ψωμός]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], ενώ η υποτεθείσα [[σύνδεση]] με τη [[γλώσσα]] του Ησύχιου [[καβλέει]] «καταπίνει» [[είναι]] αμφίβολη].
|mltxt=ο (Α [[βλωμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τροφή]] που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο [[στόμα]] με [[σάλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] το [[ψωμός]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], ενώ η υποτεθείσα [[σύνδεση]] με τη [[γλώσσα]] του Ησύχιου [[καβλέει]] «καταπίνει» [[είναι]] αμφίβολη].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">piece of bread</b> (Call.),<br />Compounds: <b class="b3">ὀκτά-βλωμος</b> (Hes. Op. 442) s. Hofinger, Ant. class. 36 (1967) 457ff..<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Not to <b class="b3">βλέει</b> in <b class="b3">καβλέει</b> H. (s. <b class="b3">βλέτυες</b>). Cf. <b class="b3">ψωμός</b>, but etym. unknown.
}}
}}