Anonymous

ἐδέατρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(10)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐδέατρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δοκίμαζε το [[φαγητό]] του βασιλιά [[μπροστά]] του για λόγους ασφάλειας<br /><b>2.</b> (στους Πέρσες) αυτός που φρόντιζε το βασιλικό [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[οικονόμος]].
|mltxt=[[ἐδέατρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δοκίμαζε το [[φαγητό]] του βασιλιά [[μπροστά]] του για λόγους ασφάλειας<br /><b>2.</b> (στους Πέρσες) αυτός που φρόντιζε το βασιλικό [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[οικονόμος]].
}}
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">-τρός</b>?)<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">seneschal at the Persian court, steward</b>,<br />Compounds: <b class="b3">ἀρχ-εδέατρος</b> <b class="b2">upper seneschal at Ptolem. court</b> (hell.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Refomation of <b class="b3">ἐλέατρος</b> (s. [[ἐλεόν]]) after <b class="b3">ἔδω</b>. Güntert Reinwortbildungen 155, Kuiper Glotta 21, 272ff.
}}
}}