Anonymous

θριαί: Difference between revisions

From LSJ
1,079 bytes added ,  3 January 2019
1b
(17)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θριαί]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> οι νύμφες του Παρνασσού, τροφοί του Απόλλωνος<br /><b>2.</b> οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η [[μαντεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα [[θρίαμβος]], το αριθμητ. [[τρεις]] και, [[τέλος]], με το <i>θρία</i> «φύλλα συκιάς».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριάζω]].
|mltxt=[[θριαί]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> οι νύμφες του Παρνασσού, τροφοί του Απόλλωνος<br /><b>2.</b> οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η [[μαντεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα [[θρίαμβος]], το αριθμητ. [[τρεις]] και, [[τέλος]], με το <i>θρία</i> «φύλλα συκιάς».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριάζω]].
}}
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">θρῖαι</b>)<br />Grammatical information: f. pl.<br />Meaning: Nymphs on the Parnassos, who fed Apollon; also name of pebbles, that served as lots of an oracle (Philoch. 196, Call. Ap. 45; uncertain conj. h. Merc. 552). See the texts in P. Amandry, Mantique apollinienne à Delphes 27-29.<br />Compounds: <b class="b3">θριοβόλοι</b> pl. <b class="b2">who threw the θ.</b> (Epic. ap. St. Byz. s. <b class="b3">Θρῖα</b>, Suid.).<br />Derivatives: <b class="b3">θριάζειν ἐνθουσιᾶν</b>, <b class="b3">ἐνθουσιάζειν</b> H. from S. (Fr. 466) and E. (Fr. 478) with <b class="b3">θρίασις</b> (Suid.); also <b class="b3">θριᾶσθαι μαντεύεσθαι</b> (AB 265).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Origin unknown. Acc. to v. Wilamowitz Glaube 1, 379ff. originally identical with <b class="b3">θρῖα</b> <b class="b2">leaves of the fig</b>(?). S. Amandry, l.c. 62 w. n. 1, 133, Fur. 191 (uncertain); I see little reason to connect <b class="b3">θριαμβος</b>.
}}
}}