Anonymous

θύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(17)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θύμαλλος]])<br />[[γένος]] τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[θυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλος</i>. Η [[ονομασία]] του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>thymallus</i>, από την οποία ιταλ. <i>temolo</i>), οφείλεται στην αρωματική του [[σάρκα]]].
|mltxt=ο (Α [[θύμαλλος]])<br />[[γένος]] τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[θυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλος</i>. Η [[ονομασία]] του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>thymallus</i>, από την οποία ιταλ. <i>temolo</i>), οφείλεται στην αρωματική του [[σάρκα]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of a fish <b class="b2">Thymallus vulgaris, Salmo thymallus</b> (Ael.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation in <b class="b3">-αλλος</b> (vgl. <b class="b3">κορύδ-αλ(λ)ος</b> a. o. Chantraine Formation 317), connected with <b class="b3">θύμον</b> [[thyme]] because of the scent (Strömberg Fischnamen 60f.; doubts in Thompson Fishes s. v.). - From there (through Lat. LW [loanword] [[thymallus]]) Ital. [[temolo]] etc.; s. Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 8721. - As the suffix is Pre-Greek, it is improbable that the basic word was (IE) Greek.
}}
}}