Anonymous

ἔφηλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(15)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρφωμένος σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για [[μάτι]]) αυτός που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]]<br />[[επίσης]] για [[πρόσωπο]] που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]] στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν [[ἔφηλος]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»].
|mltxt=[[ἔφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρφωμένος σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για [[μάτι]]) αυτός που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]]<br />[[επίσης]] για [[πρόσωπο]] που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]] στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν [[ἔφηλος]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">(equipped) with a ἧλος</b>, of people (and eyes?), that have a certain eye-disease (LXX, Call. Fr. [[anon]]. 106, Ael.);<br />Derivatives: <b class="b3">ἐφηλότης</b> f. name of that disease (S. E.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From <b class="b3">ἧλος</b> in the meaning [[wart]], [[callus]]; cf. Strömberg Wortstudien 93, Forster <b class="b3">Ἐπίχρυσος</b> 44; cf. H.: <b class="b3">ἔφηλος</b> ... <b class="b3">ἐφήλιδας ὡς ἥλους ἔχων εἰς την ὄψιν</b> (the glosse can be partly corrupt). Cf. [[ἔφηλις]].
}}
}}