Anonymous

κιάθω: Difference between revisions

From LSJ
2
(20)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιάθω]] (Α)<br />(εκτετ. τ. του <i>κίω</i>)<br />μόνο σύνθ. με πρόθ. [[μετακιάθω]], [[εκτός]] του «ἐκίαθεν<br />ἐπορεύετο» του <b>Ησύχ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κίω</i>].
|mltxt=[[κιάθω]] (Α)<br />(εκτετ. τ. του <i>κίω</i>)<br />μόνο σύνθ. με πρόθ. [[μετακιάθω]], [[εκτός]] του «ἐκίαθεν<br />ἐπορεύετο» του <b>Ησύχ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κίω</i>].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[κίω]].
}}
}}