Anonymous

κόρνοψ: Difference between revisions

From LSJ
2
(21)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόρνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ακρίδας, ο [[πάρνοψ]] («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. τών <i>πόρνοψ</i>, [[πάρνοψ]]].
|mltxt=[[κόρνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ακρίδας, ο [[πάρνοψ]] («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. τών <i>πόρνοψ</i>, [[πάρνοψ]]].
}}
{{etym
|etymtx=-οπος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[locust]]<br />See also: s. [[πάρνοψ]].
}}
}}