3,253,652
edits
(23) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[μαγύδαρις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] πράγκος ο [[νομευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[καρπός]], η [[ρίζα]] ή ο [[χυμός]] του σιλφίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό [[δάνειο]]]. | |mltxt=η (AM [[μαγύδαρις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] πράγκος ο [[νομευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[καρπός]], η [[ρίζα]] ή ο [[χυμός]] του σιλφίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό [[δάνειο]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">inflorescence, seed and root and the sap obtained from it, of σίλφιον and a cognate plant</b> (Thphr., Dsc., H.).<br />Other forms: late <b class="b3">μαγόδαρις</b> (Gp. 2, 35, 9 codd.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Foreign word of unknown (Libyan or Syrian?) source; s. W.-Hofmann s. [[magūdaris]] (Plaut.). | |||
}} | }} |