Anonymous

σαρωνίς: Difference between revisions

From LSJ
2b
(36)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σορωνίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> πολύχρονη [[δρυς]] με εσωτερικό [[κοίλωμα]], με [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ [[παλαιότητα]] κεχηνυῑαι δρύες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>σαρῶνες</i><br /><i>τὰ τῶν θηρατῶν λινά</i>» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του <i>σαρδόνες</i> «[[σχοινί]] κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σάρων]])].
|mltxt=και [[σορωνίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> πολύχρονη [[δρυς]] με εσωτερικό [[κοίλωμα]], με [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ [[παλαιότητα]] κεχηνυῑαι δρύες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>σαρῶνες</i><br /><i>τὰ τῶν θηρατῶν λινά</i>» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του <i>σαρδόνες</i> «[[σχοινί]] κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σάρων]])].
}}
{{etym
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">old hollow oak</b> (Call. Jov. 22 a. o., H.), also with <b class="b3">-ο-</b> (vowelharmony?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) <b class="b3">σορωνίς ἐλάτη παλαιά</b> H.; cf. <b class="b3">δρυμὸς Σόρων</b> (Paus. 8, 23, 8).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: After Strömberg Wortstud. 29 from <b class="b3">σαρῶνες τὰ τῶν θηρατῶν λίνα</b> H., which is in spite of the parallels adduced hardly convincing. -- The variation points to a Pre-Greek word.
}}
}}