3,277,020
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπτάζομαι:''' ή [[ὀπτάνομαι]] (ὄψ), Παθ., είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ὀπτάζομαι:''' ή [[ὀπτάνομαι]] (ὄψ), Παθ., είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=[[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτός]] See also: s. [[ὄπωπα]] a. [[ὄσσε]]. | |||
}} | }} |