Anonymous

ὀμείχω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(28)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμείχω]] και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)<br />[[ουρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀμείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meiĝh</i>- «[[ουρώ]]» με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὁ</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mehati</i> «[[ουρώ]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>zaiti</i>, αρχ. νορβ. <i>m</i><i>ī</i><i>ga</i> κ.ά. Η συνηρημένη [[μορφή]] του τ. <i>ὀμιχῶ</i> (και <i>μιχῶ</i>, [[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] από το συνώνυμο <i>οὐρῶ</i>, ενώ το -<i>ι</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (<b>πρβλ.</b> [[ιδίω]], [[ίδος]]). Το ρ. [[ὀμείχω]], [[τέλος]], συνδέεται με το ουσ. [[μοιχός]] ([[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην [[έννοια]] του διαφθορέα εραστή (<b>βλ.</b> και λ. [[μοιχός]])].
|mltxt=[[ὀμείχω]] και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)<br />[[ουρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀμείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meiĝh</i>- «[[ουρώ]]» με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὁ</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mehati</i> «[[ουρώ]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>zaiti</i>, αρχ. νορβ. <i>m</i><i>ī</i><i>ga</i> κ.ά. Η συνηρημένη [[μορφή]] του τ. <i>ὀμιχῶ</i> (και <i>μιχῶ</i>, [[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] από το συνώνυμο <i>οὐρῶ</i>, ενώ το -<i>ι</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (<b>πρβλ.</b> [[ιδίω]], [[ίδος]]). Το ρ. [[ὀμείχω]], [[τέλος]], συνδέεται με το ουσ. [[μοιχός]] ([[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην [[έννοια]] του διαφθορέα εραστή (<b>βλ.</b> και λ. [[μοιχός]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[urinate]] (Hes. Op. 727; codd. <b class="b3">ὀμιχεῖν</b>, s.below.);<br />Other forms: aor. <b class="b3">ὀμεῖξαι</b> (Hippon. 55 A; codd. <b class="b3">-ι-</b> or <b class="b3">-η-</b>); <b class="b3">ἀμῖξαι οὑρῆσαι</b> H.<br />Derivatives: <b class="b3">ὀμείχματα</b> = <b class="b3">οὑρήματα</b> (A. Fr. 435 = 487 Mette; codd. <b class="b3">-ί-</b>).<br />Origin: IE [Indo-European] [713] <b class="b2">*h₃meiǵh-</b> [[urinate]]<br />Etymology: The persistant itacistic notation is due to the popular character of the word. With the old thematic rootpresent <b class="b3">ὀμείχω</b>, which was pushed away by the more respectable <b class="b3">οὑρέω</b> (after which <b class="b3">ὀμιχέω</b>; s. Wackernagel Unt. 225 n. 1 w. lit.), agree exactly, apart from the <b class="b3">ὀ-</b> (Schwyzer 411), both Skt. <b class="b2">méhati</b>, Av. [[maēzaiti]] and Germ., e.g. ONo. [[mīga]] [[urinate]]; to <b class="b3">ὀμεῖξαι</b> Lat. [[mīxī]] . Other presentformations: Lat. [[mingō]] (innovation?), OLith. [[minžu]], Arm. [[mizem]] (denom. of [[mēz]] [[urine]], where one wouls expects a vowel from the laryngeal), Lat. [[meiō]] (prob. from <b class="b2">*h₃meiǵh-i̯ō</b>) etc. -- WP. 2, 245f., Pok. 713, W. -Hofmann and Ernout-Meillet s. [[meiō]] and [[mingō]], Fraenkel s. <b class="b2">mỹžti</b>, Vasmer s. [[Mža]]; everywhere w. wurther forms and lit. -- Here also [[μοιχός]]; s. v. The form <b class="b3">ἀμ-</b> is unexplained.
}}
}}