Anonymous

σκύζα: Difference between revisions

From LSJ
2b
(37)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />σφοδρή σαρκική [[επιθυμία]], [[οργασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. <i>cauda</i> «[[ουρά]]», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. [[σκύζομαι]] με αρχική σημ. «[[γρυλίζω]], [[γογγύζω]]»].
|mltxt=ἡ, Α<br />σφοδρή σαρκική [[επιθυμία]], [[οργασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. <i>cauda</i> «[[ουρά]]», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. [[σκύζομαι]] με αρχική σημ. «[[γρυλίζω]], [[γογγύζω]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[lust]], [[heat]] (Philet. 27[?; s. Powell ad. loc.], Supp. Epigr. 4, 47 (Messana IIp[?]; personified of a woman).<br />Derivatives: <b class="b3">σκυζάω</b> (<b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>) <b class="b2">to be in heat</b>, of dogs, horses a. o. (Cratin., Arist. a. o.) with <b class="b3">-ησις</b> f. (Ar. Byz.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unexplained. Not with Brugmann4 137, Bechtel Dial. 2, 876 a. 888 and Schwyzer 296 to <b class="b3">σπάζει σκυζᾳ̃</b>. <b class="b3">Ἀχαιοί</b> H. from IE <b class="b2">*skʷād-</b> : <b class="b2">-skʷud-</b>; <b class="b3">σπάζει</b> rather to <b class="b3">σπάσαι</b>, <b class="b3">σπάω</b>. -- To be rejected also Sturtevant Lang. 17, 10 (to Lat. [[cauda]]). -- The word could be Pre-Greek (note the meaning), from <b class="b2">*skutya</b>.
}}
}}