Anonymous

σικύα: Difference between revisions

From LSJ
m
elru replacement
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
m (elru replacement)
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikya
|Transliteration C=sikya
|Beta Code=siku/a
|Beta Code=siku/a
|Definition=[ῠ], Ion. σῐκ-ύη, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bottle-gourd, bottle gourd, Lagenaria vulgaris</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 616a22</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.13.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>1.10.4</span>.  
|Definition=[ῠ], Ion. [[σικύη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bottle-gourd]], [[bottle gourd]], [[Lagenaria vulgaris]], Arist.HA 616a22, Thphr.HP1.13.3, CP1.10.4.<br><span class="bld">B</span> [[round gourd]], [[Cucurbita maxima]].<br><span class="bld">2</span> [[σικύα Ἰνδική]] = [[κολοκύντη]], Euthyd. ap. Ath.2.58f, cf. Menodor.ib.59a: but ς. distinguished from [[κολοκύντη]] in [[Hellespontian]] [[dialect]], Ath.2.59a.<br><span class="bld">3</span> = [[κολοκυνθίς]], Hp.Mul.1.37; σ. πικρά Dsc.4.176.<br><span class="bld">4</span> [[gourd]] used as a [[calabash]], Sammelb. 7202.20 (iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[cupping]]-[[instrument]], because it was shaped like the [[gourd]], Crates Com.41, Hp.VM22, Aph.5.50, Pl.Ti.79e, Arist.Rh.1405b3, IG22.47.8,11.
<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">B</span> <b class="b2">round gourd, Cucurbita maxima</b>.  
</span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">σικύα Ἰνδική</b>,= <b class="b3">κολοκύντη</b>, Euthyd. ap. <span class="bibl">Ath.2.58f</span>, cf. Menodor.ib.<span class="bibl">59a</span>: but ς. distd. fr. <b class="b3">κολοκύντη</b> in Hellespontian dialect, <span class="bibl">Ath.2.59a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[κολοκυνθίς]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.37</span>; σ. πικρά Dsc.4.176. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">gourd</b> used as a calabash, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span> 7202.20</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">cupping-instrument</b>, because it was shaped like the gourd, <span class="bibl">Crates Com.41</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>22</span>, <span class="bibl"><span class="title">Aph.</span>5.50</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>79e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1405b3</span>, <span class="title">IG</span>22.47.8,11.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ἡ, ion. σικύη, = [[πέπων]], 1) die Pfebe od. Angurie, eine gurken- od. melonenähnliche Frucht, Plat. Tim. 79 e, die aber nur reif genossen ward, während man den [[σίκυος]] unreif verspeis'te; bes. eine baumhohe Art, Theophr. u. A. – Bei den Sp. der lange indische Kürbis; der runde hieß κολόκυνθα, Ath. II, 58 f. – 2) der Schröpfkopf, weil er von der Gestalt des länglichen Kürbisses war, cucurbita; Hippocr. Ar. Lys.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ἡ, ion. σικύη, = [[πέπων]], 1) die Pfebe od. Angurie, eine gurken- od. melonenähnliche Frucht, Plat. Tim. 79 e, die aber nur reif genossen ward, während man den [[σίκυος]] unreif verspeis'te; bes. eine baumhohe Art, Theophr. u. A. – Bei den Sp. der lange indische Kürbis; der runde hieß κολόκυνθα, Ath. II, 58 f. – 2) der Schröpfkopf, weil er von der Gestalt des länglichen Kürbisses war, cucurbita; Hippocr. Ar. Lys.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σῐκύα''': Ἰωνικ. -ύη, , καρπός τις [[ὅμοιος]] τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. [[σίκυος]]). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ [[ὥριμος]], [[ἴσως]] = [[πέπων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ [[ὕψος]] δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἢ «δολμᾶς» (ἡ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[κολοκύνθη]]), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. [[κολοκύντη]] ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ γένους. 3) = [[κολοκυνθίς]], ἡ, Ἱππ. 605. 46· [[ὡσαύτως]] [[σικυώνη]]. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον [[δοχεῖον]] πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. [[κύαθος]] ΙΙΙ, Ἡσύχ.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[fruit de l'espèce des cucurbitacées]];<br /><b>2</b> [[sorte de coupe à boire allongée]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σίκυος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σῐκύᾱ -ας, ἡ, Ion. σικύη pompoen; geneesk. laatkop (instrument voor aderlating).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας () :<br /><b>1</b> fruit de l’espèce des cucurbitacées;<br /><b>2</b> sorte de coupe à boire allongée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σίκυος]].
|elrutext='''σῐκύα:''' ἡ<b class="num">1)</b> тыква или дыня Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. σ. [[ἰατρική]] Arst.) медицинская банка Plat., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α<br /><b>1.</b> [[νεροκολοκυθιά]]<br /><b>2.</b> μικρό γυάλινο [[ποτήρι]], παρόμοιο ως [[προς]] το [[σχήμα]] του με τον καρπό του [[παραπάνω]] φυτού, που χρησιμοποιείται για [[επίσπαση]], η [[βεντούζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο προκαλούμενος με την [[βεντούζα]] [[ερεθισμός]], η [[επίσπαση]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων και [[ιδίως]] [[μαλακίων]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαιευτική]] [[σικύα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[συσκευή]] κενού που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του τοκετού για την [[υποβοήθηση]] της εξαγωγής του εμβρύου<br />β) «χαρακτή [[σικύα]]» — [[βεντούζα]] που τοποθετείται [[πάνω]] σε χαραγμένη με αιχμηρό όργανο [[επιφάνεια]] του σώματος, [[συνήθως]] της [[πλάτης]], ώστε να προκληθεί [[συγκέντρωση]] και [[εκροή]] του αίματος, αλλ. κοφτή [[βεντούζα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κολοκυνθίς]]. η αγριοκολοκυθιά<br /><b>2.</b> [[άδεια]] [[κολοκύθα]] που χρησίμευε ως [[φιάλη]], [[τσότρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σικύα]] ἰνδική» — το [[φυτό]] [[κολοκυθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η [[άποψη]] αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> ονομασίες [[φυτών]]) όσο και από την μορφολογική της [[ποικιλία]]. Ο τ. εμφανίζει αφ' ενός [[εναλλαγή]] <i>ι</i> / <i>ε</i> (<b>πρβλ.</b> [[σικύα]]: [[σεκούα]], <i>Σικυών</i>: <i>Σεκυών</i>), αφ' ετέρου [[τρία]] διαφορετικά επιθήματα: -<i>υς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὄστρ</i>-<i>υς</i>, <i>ῥάφ</i>-<i>υς</i>), -<i>ύα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀστρ</i>-<i>ύα</i>) και -<i>υος</i>. Η μορφολογική αυτή ομοιότητά του με τη λ. <i>ὀστρυα</i> «[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]]» δικαιολογεί την [[άποψη]] πολλών μελετητών, που εντάσσουν τους δύο τ. στην [[ίδια]] [[σειρά]] δάνειων λ.].
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α<br /><b>1.</b> [[νεροκολοκυθιά]]<br /><b>2.</b> μικρό γυάλινο [[ποτήρι]], παρόμοιο ως [[προς]] το [[σχήμα]] του με τον καρπό του [[παραπάνω]] φυτού, που χρησιμοποιείται για [[επίσπαση]], η [[βεντούζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο προκαλούμενος με την [[βεντούζα]] [[ερεθισμός]], η [[επίσπαση]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων και [[ιδίως]] [[μαλακίων]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαιευτική]] [[σικύα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[συσκευή]] κενού που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του τοκετού για την [[υποβοήθηση]] της εξαγωγής του εμβρύου<br />β) «χαρακτή [[σικύα]]» — [[βεντούζα]] που τοποθετείται [[πάνω]] σε χαραγμένη με αιχμηρό όργανο [[επιφάνεια]] του σώματος, [[συνήθως]] της [[πλάτης]], ώστε να προκληθεί [[συγκέντρωση]] και [[εκροή]] του αίματος, αλλ. κοφτή [[βεντούζα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κολοκυνθίς]]. η αγριοκολοκυθιά<br /><b>2.</b> [[άδεια]] [[κολοκύθα]] που χρησίμευε ως [[φιάλη]], [[τσότρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σικύα]] ἰνδική» — το [[φυτό]] [[κολοκυθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η [[άποψη]] αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> ονομασίες [[φυτών]]) όσο και από την μορφολογική της [[ποικιλία]]. Ο τ. εμφανίζει αφ' ενός [[εναλλαγή]] <i>ι</i> / <i>ε</i> (<b>πρβλ.</b> [[σικύα]]: [[σεκούα]], <i>Σικυών</i>: <i>Σεκυών</i>), αφ' ετέρου [[τρία]] διαφορετικά επιθήματα: -<i>υς</i> ([[πρβλ]]. [[ὄστρυς]], [[ῥάφυς]]), -<i>ύα</i> ([[πρβλ]]. [[ὀστρύα]]) και -<i>υος</i>. Η μορφολογική αυτή ομοιότητά του με τη λ. <i>ὀστρυα</i> «[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]]» δικαιολογεί την [[άποψη]] πολλών μελετητών, που εντάσσουν τους δύο τ. στην [[ίδια]] [[σειρά]] δάνειων λ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐκύα:''' Ιων. -ύη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> είδος καρπού όμοιο με το [[αγγούρι]] ή την [[κολοκύθα]], πιθ. το [[πεπόνι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> γυάλινο [[δοχείο]] για την [[αφαίμαξη]], [[βεντούζα]] ([[καθώς]] είχε το [[σχήμα]] της [[κολοκύθας]]), Λατ. [[cucurbita]], στον ίδ.
|lsmtext='''σῐκύα:''' Ιων. -ύη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> είδος καρπού όμοιο με το [[αγγούρι]] ή την [[κολοκύθα]], πιθ. το [[πεπόνι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> γυάλινο [[δοχείο]] για την [[αφαίμαξη]], [[βεντούζα]] ([[καθώς]] είχε το [[σχήμα]] της [[κολοκύθας]]), Λατ. [[cucurbita]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐκύα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> тыква или дыня Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. σ. [[ἰατρική]] Arst.) медицинская банка Plat., Plut.
|lstext='''σῐκύα''': Ἰωνικ. -ύη, ἡ, καρπός τις [[ὅμοιος]] τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. [[σίκυος]]). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ [[ὥριμος]], [[ἴσως]] = [[πέπων]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ [[ὕψος]] δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἢ «δολμᾶς» (ἡ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[κολοκύνθη]]), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. [[κολοκύντη]] ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ γένους. 3) = [[κολοκυνθίς]], , Ἱππ. 605. 46· [[ὡσαύτως]] [[σικυώνη]]. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον [[δοχεῖον]] πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ [[σχῆμα]] κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. [[κύαθος]] ΙΙΙ, Ἡσύχ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bottle gourd]], [[Lagenaria vulgaris]] (Hp., Arist., Thphr. etc.), metaph. [[bleeding cup]] (Hp., com., Pl. etc.) with <b class="b3">-υάζω</b> [[to cup]] (Arr.), with <b class="b3">-ύασις</b>, <b class="b3">-υασ-μός</b> (late).<br />Other forms: Ion. <b class="b3">-ύη</b> ([[σεκούα]] H.).<br />Compounds: As 1. element in <b class="b3">σικυ-ήλατον</b> n. [[patch of gourds]], [[cucumbers]] (Hp.; <b class="b3">-ήρατον</b> pap.); to [[ἐλαύνω]] (resp. with [[ρ]] for [[λ]]; Schwyzer 213 w. lit.).<br />Derivatives: Besides [[σίκυος]] ([[σικυός]]) m. [[cucumber or melon]], [[Cueumis (sativus)]] (Hp., com., Arist. etc.), also [[σίκυς]] f. <b class="b2">id.</b> (Alc., Dsc., Gal.). -- From this: dimin. <b class="b3">σικύ-διον</b> n. (Phryn. Com., pap. II -- IIIp); <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b2">cucumber-like etc.</b> (Hp., Thphr.), <b class="b3">-ηδόν</b> [[like a cucumber]] (medic.), <b class="b3">-ών</b> m. [[cucumber patch]], <b class="b3">-ώνη</b> f. = <b class="b3">σίκυος ἄγριος</b>, also [[bleeding cup]] (Hdt.; like [[κροτώνη]] a. o.), <b class="b3">-ωνία</b> f. = [[κολοκύνθη]] (Hp., Plu.). Also [[Σικυών]] (<b class="b3">Σεκυ-</b>), <b class="b3">-ῶνος</b> m. f. "cucumber city", city not far from Corinth (Il.) with <b class="b3">-ώνιος</b>, <b class="b3">-ωνικός</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: With [[σίκυς]] cf. [[ῥάφυς]], [[κάχρυς]] a. other plant names; [[σικύα]] as [[οἰσύα]], [[ὀστρύα]] etc.; cf. also Heubeck Praegraeca 37. In the variation <b class="b3">σικ-</b> σικύα <b class="b3">σεκ-</b> Specht KZ 61, 277ff. wants to see (s. also Kretschmer Glotta 26, 57) two diff. products of dissimilation of orig. <b class="b3">*σύκυς</b>, what can be proven nor disproven because of the unknown origin of the word [but s. bel.] (in spite of Slav. [[tyky]]). The partial agreement with <b class="b3">κύκυον τὸν σικυόν</b>, <b class="b3">κυκύϊζα γλυκεῖα κολόκυντα</b> H., with Lat. [[cucumis]] [[cucumber]] as well as with Slav., e.g. ORuss. [[tyky]] [[pumpkin]], to which also Sem., e.g. Hebr. [[qiššu]][[ā]] [[cucumber]], has since long been observed, but a convincing etymology has not yet been found. In any case an old LW [loanword]; source unknown. Extensive lit. in W.-Hofmann s. [[cucumis]] and Vasmer s. [[týkva]]; further Schrader-Nehring Reallex. 1, 652 ff. New hypothesis by Deroy Rev. int. d'onom. 12, 23f.: pregr., from [[ku]] in [[κυέω]] and strengthening [[se-]], [[si-]] (similar with IE means Brugmann IF 39, 140 ff.). -- The variation points clearly to Pre-Greek (e.g. [[ι]]/[[ε]], [[υ]]/[[ου]]), Furnée 251, 354, 257, 367.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σῐκύᾱ -ας, ἡ, Ion. σικύη pompoen; geneesk. laatkop (instrument voor aderlating).
|mdlsjtxt=σῐκύα, ''Ionic'' -ύη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[fruit]] like the [[cucumber]] or [[gourd]], perhaps the melon, Arist.<br /><b class="num">II.</b> a cupping-[[glass]], [[because]] it was shaped like the [[gourd]], [[cucurbita]], Arist.
}}
}}
{{etym
{{FriskDe
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">bottle gourd, Lagenaria vulgaris</b> (Hp., Arist., Thphr. etc.), metaph. <b class="b2">bleeding cup</b> (Hp., com., Pl. etc.) with <b class="b3">-υάζω</b> <b class="b2">to cup</b> (Arr.), with <b class="b3">-ύασις</b>, <b class="b3">-υασ-μός</b> (late).<br />Other forms: Ion. <b class="b3">-ύη</b> (<b class="b3">σεκούα</b> H.).<br />Compounds: As 1. element in <b class="b3">σικυ-ήλατον</b> n. <b class="b2">patch of gourds, cucumbers</b> (Hp.; <b class="b3">-ήρατον</b> pap.); to <b class="b3">ἐλαύνω</b> (resp. with <b class="b3">ρ</b> for <b class="b3">λ</b>; Schwyzer 213 w. lit.).<br />Derivatives: Besides <b class="b3">σίκυος</b> (<b class="b3">σικυός</b>) m. <b class="b2">cucumber or melon, Cueumis (sativus)</b> (Hp., com., Arist. etc.), also <b class="b3">σίκυς</b> f. <b class="b2">id.</b> (Alc., Dsc., Gal.). -- From this: dimin. <b class="b3">σικύ-διον</b> n. (Phryn. Com., pap. II -- IIIp); <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b2">cucumber-like etc.</b> (Hp., Thphr.), <b class="b3">-ηδόν</b> <b class="b2">like a cucumber</b> (medic.), <b class="b3">-ών</b> m. <b class="b2">cucumber patch</b>, <b class="b3">-ώνη</b> f. = <b class="b3">σίκυος ἄγριος</b>, also <b class="b2">bleeding cup</b> (Hdt.; like <b class="b3">κροτώνη</b> a. o.), <b class="b3">-ωνία</b> f. = <b class="b3">κολοκύνθη</b> (Hp., Plu.). Also <b class="b3">Σικυών</b> (<b class="b3">Σεκυ-</b>), <b class="b3">-ῶνος</b> m. f. "cucumber city", city not far from Corinth (Il.) with <b class="b3">-ώνιος</b>, <b class="b3">-ωνικός</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: With <b class="b3">σίκυς</b> cf. <b class="b3">ῥάφυς</b>, <b class="b3">κάχρυς</b> a. other plant names; <b class="b3">σικύα</b> as <b class="b3">οἰσύα</b>, <b class="b3">ὀστρύα</b> etc.; cf. also Heubeck Praegraeca 37. In the variation <b class="b3">σικ-</b> σικύα <b class="b3">σεκ-</b> Specht KZ 61, 277ff. wants to see (s. also Kretschmer Glotta 26, 57) two diff. products of dissimilation of orig. <b class="b3">*σύκυς</b>, what can be proven nor disproven because of the unknown origin of the word [but s. bel.] (in spite of Slav. [[tyky]]). The partial agreement with <b class="b3">κύκυον τὸν σικυόν</b>, <b class="b3">κυκύϊζα γλυκεῖα κολόκυντα</b> H., with Lat. [[cucumis]] [[cucumber]] as well as with Slav., e.g. ORuss. [[tyky]] [[pumpkin]], to which also Sem., e.g. Hebr. [[qiššu]][[ā]] [[cucumber]], has since long been observed, but a convincing etymology has not yet been found. In any case an old LW [loanword]; source unknown. Extensive lit. in W.-Hofmann s. [[cucumis]] and Vasmer s. <b class="b2">týkva</b>; further Schrader-Nehring Reallex. 1, 652 ff. New hypothesis by Deroy Rev. int. d'onom. 12, 23f.: pregr., from [[ku]] in <b class="b3">κυέω</b> and strengthening <b class="b2">se-</b>, <b class="b2">si-</b> (similar with IE means Brugmann IF 39, 140 ff.). -- The variation points clearly to Pre-Greek (e.g. <b class="b3">ι</b>\/<b class="b3">ε</b>, <b class="b3">υ</b>\/<b class="b3">ου</b>), Furnée 251, 354, 257, 367.
|ftr='''σικύα''': [[σίκυος]] {sikúa}<br />'''Forms''': ion. -ύη ([[σεκούα]] H.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Flaschenkürbis, Lagenaria vul- garis' (Hp., Arist., Thphr. usw.), übertr. [[Schröpfkopf]] (Hp., Kom., Pl. usw.) mit -υάζω [[schröpfen]] (Arr.), wozu -ύασις, -υασμός (sp.).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in [[σικυήλατον]] n. ‘Kürbis-(Gurken-, Melonen-)beet’ (Hp.; -ήρατον Pap.); zu [[ἐλαύνω]] (bzw. mit ρ für λ; Schwyzer 213 m. Lit.).<br />'''Derivative''': Daneben [[σίκυος]] ([[σικυός]]) m. ‘Gurke od. Melone, Cueumis (sativus)(Hp., Kom., Arist. usw.), auch [[σίκυς]] f. ib. (Alk., Dsk., Gal.). — Davon: Demin. [[σικύδιον]] n. (Phryn. Kom., Pap. II — III<sup>p</sup>); -ώδης [[gurkenähnlich]] (Hp., Thphr.), -ηδόν [[wie eine Gurke]] (Mediz.), -ών m. [[Gurkenbeet]], -ώνη f. = [[σίκυος]] [[ἄγριος]], auch [[Schröpfkopf]] (Hdt.; wie [[κροτώνη]] u. a.), -ωνία f. = [[κολοκύνθη]] (Hp., Plu.). Auch [[Σικυών]] (Σεκυ-), -ῶνος m. f. "Gurkenstadt", Stadt unweit Korinth (seit Il.) mit -ώνιος, -ωνικός.<br />'''Etymology''': Zu [[σίκυς]] vgl. [[ῥάφυς]], [[κάχρυς]] u. andere Pfl.namen; [[σικύα]] wie [[οἰσύα]], [[ὀστρύα]] usw.; vgl. noch Heubeck Praegraeca 37. In dem Wechsel σικ- ~ σεκ- will Specht KZ 61, 277ff. (s. auch Kretschmer Glotta 26, 57) zwei verschiedene Dissimilationsprodukte von urspr. *σύκυς sehen, was sich wegen des dunklen Ursprungs des Wortes (trotz slav. ''tyky'') weder beweisen noch widerlegen läßt. Die partielle Übereinstimmung mit [[κύκυον]]· τὸν σικυόν, [[κυκύϊζα]]· [[γλυκεῖα]] [[κολόκυντα]] H., mit lat. ''cucumis'' [[Gurke]] ebenso wie mit slav., z.B. aruss. ''tyky'' [[Kürbis]], wozu noch sem., z.B. hebr. ''qiššu''’''ā'' [[Gurke]], ist schon längst beobachtet worden, aber eine überzeugende Etymologie steht noch aus. Jedenfalls altes LW; Quelle unbekannt. Ausführliche Lit. bei W.-Hofmann s. ''cucumis'' und Vasmer s. ''týkva''; dazu noch Schrader-Nehring Reallex. 1, 652 ff. Neue Hypothese von Deroy Rev. int. d'onom. 12, 23f.: vorgr., aus ''ku''in [[κυέω]] und verstärkendem ''se''-, ''si''- (ähnlich mit idg. Mitteln Brugmann IF 39, 140 ff.). Pelasgische Erklärung von Carnoy Ant. class. 24, 23.<br />'''Page''' 2,704
}}
}}