Anonymous

ζωή: Difference between revisions

From LSJ
1 byte removed ,  6 January 2019
m
Text replacement - "" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωή''': Δωρ. ζωά. Ἰων. καὶ ποιητ. ζόη, Δωρ. ζόα, Αἰολ. ζοΐα, Θεόκρ. 29. 5˙ ἡ, (ζάω) :-τὸ ζῆν, δηλ. τὰ ὑπάρχοντά τινος, ἡ [[περιουσία]] του, ὡς τὸ [[βίος]], [[βίοτος]], ἦ γὰρ οἱ ζωή γ’ ἦν ἄσπετος Ὀδ. Ξ. 96˙ τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο Ξ. 208˙ κατὰ ζωὴν [[φαγέειν]] Π. 429˙ τὴν ζόην ποιεῖσθαι ἢ καθίστασθαι ἀπὸ ἢ ἐκ... πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐκ..., Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 106˙ ἐξ ἁλὸς Θεόκρ. Βερεν. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 1. 2) μεθ’ Ὅμηρ., ζωή, [[ὕπαρξις]], ἀντίθ. [[θάνατος]], Τυρταῖ. 12. 5, Πίνδ. Ν. 8. 61, Τραγ., Πλάτ., κτλ.˙ θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Πίνδ. Ν. 9. 68˙ ἡ πολλὴ ζόη Σοφ. Ἀποσπ. 500˙ ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664˙ τοῦ βίου ζωὴ Πλάτ. Τιμ. 44C - ὡς ὅρος δηλῶν ἀγάπην, ζωή, [[ψυχή]] μου ! Juven. 6. 195˙ - πληθ., ζωαί, Ἑβδ. (Ψαλμ. ξβ΄, 3). 3) [[τρόπος]] ζωῆς, ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112. ΙΙ. ζωή, = [[γραῦς]], ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος [[ἀφρός]], Εὐστ. 906. 52˙ ζόη παρ’ Ἡσύχ. (Τὸν τύπον ζόη (παροξύτ.) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 500, 519, Εὐρ. Ἑκ. 1108, Μηδ. 983, Ἱππ. 816, Τρῳ. 254, Ἠλ. 121, Ι. Τ. 847˙ ἐνῷ [[οὐδαμοῦ]] τῶν Τραγ. ἀπαιτεῖται ὁ [[τύπος]] ζωὴ (πλὴν [[ἴσως]] ἐν Ἡρ. Μαιν. 660), [[ὁπόθεν]] ὁ Ἐλμσλ. Μηδ. 946 προύτεινε νὰ διορθωθῇ ἁπανταχοῦ ζόη παρὰ τοῖς Τραγ.˙ -[[ὡσαύτως]] παρ’ ἑτέροις ποιηταῖς, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Θεοκρ. Ἐπ. 17. 9, Ἡρῴδ. παρὰ Στοβ. τ. 116. 22).
|lstext='''ζωή''': Δωρ. ζωά. Ἰων. καὶ ποιητ. ζόη, Δωρ. ζόα, Αἰολ. ζοΐα, Θεόκρ. 29. 5˙ ἡ, (ζάω) :-τὸ ζῆν, δηλ. τὰ ὑπάρχοντά τινος, ἡ [[περιουσία]] του, ὡς τὸ [[βίος]], [[βίοτος]], ἦ γὰρ οἱ ζωή γ’ ἦν ἄσπετος Ὀδ. Ξ. 96˙ τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο Ξ. 208˙ κατὰ ζωὴν [[φαγέειν]] Π. 429˙ τὴν ζόην ποιεῖσθαι ἢ καθίστασθαι ἀπὸ ἢ ἐκ... πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐκ..., Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 106˙ ἐξ ἁλὸς Θεόκρ. Βερεν. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 1. 2) μεθ’ Ὅμηρ., ζωή, [[ὕπαρξις]], ἀντίθ. [[θάνατος]], Τυρταῖ. 12. 5, Πίνδ. Ν. 8. 61, Τραγ., Πλάτ., κτλ.˙ θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Πίνδ. Ν. 9. 68˙ ἡ πολλὴ ζόη Σοφ. Ἀποσπ. 500˙ ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664˙ τοῦ βίου ζωὴ Πλάτ. Τιμ. 44C· - ὡς ὅρος δηλῶν ἀγάπην, ζωή, [[ψυχή]] μου ! Juven. 6. 195˙ - πληθ., ζωαί, Ἑβδ. (Ψαλμ. ξβ΄, 3). 3) [[τρόπος]] ζωῆς, ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112. ΙΙ. ζωή, = [[γραῦς]], ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος [[ἀφρός]], Εὐστ. 906. 52˙ ζόη παρ’ Ἡσύχ. (Τὸν τύπον ζόη (παροξύτ.) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 500, 519, Εὐρ. Ἑκ. 1108, Μηδ. 983, Ἱππ. 816, Τρῳ. 254, Ἠλ. 121, Ι. Τ. 847˙ ἐνῷ [[οὐδαμοῦ]] τῶν Τραγ. ἀπαιτεῖται ὁ [[τύπος]] ζωὴ (πλὴν [[ἴσως]] ἐν Ἡρ. Μαιν. 660), [[ὁπόθεν]] ὁ Ἐλμσλ. Μηδ. 946 προύτεινε νὰ διορθωθῇ ἁπανταχοῦ ζόη παρὰ τοῖς Τραγ.˙ -[[ὡσαύτως]] παρ’ ἑτέροις ποιηταῖς, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Θεοκρ. Ἐπ. 17. 9, Ἡρῴδ. παρὰ Στοβ. τ. 116. 22).
}}
}}
{{bailly
{{bailly