3,274,216
edits
(3b) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανδέκτης''': -ου, ὁ τὰ πάντα | |lstext='''πανδέκτης''': -ου, ὁ τὰ πάντα δεχόμενος· ἐν τῷ πληθ., πανδέκται, οἱ, [[ὄνομα]] καθολικοῦ λεξικοῦ ἢ εἴδους ἐγκυκλοπαιδικοῦ λεξικ., οἷα συνέταξαν ὁ Τίρων καὶ ὁ Δωρόθεος˙ ἕκαστον δὲ τούτων ἐκαλεῖτο [[πανδέκτης]], Δωρόθεος ἐν τῷ πρώτῳ π. Κλήμ. Ἀλ. 399, πρβλ. Γέλλ. 13. 9. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], καθολικὴ συλλογὴ νόμων γενομένη κατὰ διαταγὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἧς ἔκαστον [[βιβλίον]] ἦτο εἷς [[πανδέκτης]], ἴδε Δουκάγγ. ΙΙ. παρὰ Συνέσ. 240D, [[πανδέκτης]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἐπιπολαίως πολυμαθῆ ἄνθρωπον. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ἡ λέξ. [[πανδέκτης]] ἐσήμαινεν [[ἐπίρρημα]], Διομήδ. 190, 24, 194, 20. IV. [[εἶδος]] πλοίου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 468, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |