Anonymous

σίφων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "" to "·"
(2b)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σίφων''': -ωνος, ὁ, [[σωλήν]], Λατ. sipho, [[μάλιστα]] δέ, 1) ὁ κεκαμμένος [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξῆγον [[οἶνον]] ἐκ πίθου ἢ ἀμφορέως, Ἱππῶναξ 47. 2) πυροσβεστικὴ μηχανὴ ἢ σωλῆνες αὐτῆς, Ἀπολλοδ. Πολ. 32D [[καθόλου]], ὁ σωλὴν πρὸς οἰκονομίαν τοῦ ὕδατος εἰς οἰκιακὰς ἀνάγκας, Στράβ. 235. 3) [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, = [[καθετήρ]], Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 4) [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξηκόντιζον τὸ ὑγρὸν πῦρ, Λέων Τακτ. 19. 6 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸν τύπον [[σιφωνάτωρ]], ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸ ὑγρὸν πῦρ). 5) τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον [[σίφων]], Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ.· πρβλ. τυφών, τυφῶς ΙΙ. 6) οἱ κώνωπες καλοῦνται αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες, ὡς ἀναμυζῶντες τὸ ἀνθρώπινον [[αἷμα]] διὰ τῆς προβοσκίδος, Ἀνθ. Π. 5. 151. 7) ἐν Εὐρ. Κύκλ. 439, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας = τὸ [[αἰδοῖον]]. [ῑ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰουβεν. 6. 310, Λουκαν. 7. 156· ἀλλὰ ῐ ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σίφων]]· ῥυπαρὸς [[ἄνθρωπος]], καὶ [[λίχνος]]. ἢ [[εἶδος]] θηρίου μυρμηκοειδές, καὶ [[ὄργανον]] σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίπους ἐπισκοποῦσι. καὶ τῶν σταχύων καὶ τοῦ πυροῦ οἱ καυλίσκοι, καὶ οἷς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] ἀρύονται. καὶ ὄργανόν τι εἰς πρόεσιν ὑδάτων ἐν τοῖς ἐμπρησμοῖς».
|lstext='''σίφων''': -ωνος, ὁ, [[σωλήν]], Λατ. sipho, [[μάλιστα]] δέ, 1) ὁ κεκαμμένος [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξῆγον [[οἶνον]] ἐκ πίθου ἢ ἀμφορέως, Ἱππῶναξ 47. 2) πυροσβεστικὴ μηχανὴ ἢ σωλῆνες αὐτῆς, Ἀπολλοδ. Πολ. 32D· [[καθόλου]], ὁ σωλὴν πρὸς οἰκονομίαν τοῦ ὕδατος εἰς οἰκιακὰς ἀνάγκας, Στράβ. 235. 3) [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, = [[καθετήρ]], Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 4) [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξηκόντιζον τὸ ὑγρὸν πῦρ, Λέων Τακτ. 19. 6 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸν τύπον [[σιφωνάτωρ]], ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸ ὑγρὸν πῦρ). 5) τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον [[σίφων]], Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ.· πρβλ. τυφών, τυφῶς ΙΙ. 6) οἱ κώνωπες καλοῦνται αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες, ὡς ἀναμυζῶντες τὸ ἀνθρώπινον [[αἷμα]] διὰ τῆς προβοσκίδος, Ἀνθ. Π. 5. 151. 7) ἐν Εὐρ. Κύκλ. 439, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας = τὸ [[αἰδοῖον]]. [ῑ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰουβεν. 6. 310, Λουκαν. 7. 156· ἀλλὰ ῐ ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σίφων]]· ῥυπαρὸς [[ἄνθρωπος]], καὶ [[λίχνος]]. ἢ [[εἶδος]] θηρίου μυρμηκοειδές, καὶ [[ὄργανον]] σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίπους ἐπισκοποῦσι. καὶ τῶν σταχύων καὶ τοῦ πυροῦ οἱ καυλίσκοι, καὶ οἷς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] ἀρύονται. καὶ ὄργανόν τι εἰς πρόεσιν ὑδάτων ἐν τοῖς ἐμπρησμοῖς».
}}
}}
{{bailly
{{bailly