3,277,179
edits
(1b) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θύω''': ῡ (Α), Ὅμ., κλ.: παρατατ. ἔθυον, Ἐπικ. θῦον Ὀδ. Ο. 222, Ἰων. θύεσκον Ἱππῶν. 28: μέλλ. θύσω ῡ Εὐρ., Πλάτ., κ. ἀλλ., Δωρ. θυσῶ Θεόκρ. 2. 33: ἀόρ. ἔθῡσα Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. θῦσα Ὀδ. Ξ. 446: πρκμ. τέθῠκα Ἀριστοφ. Λυσ. 1062, Πλάτ., πρβλ. Δράκοντα 46. 26., 87. 25. ― Μέσ., μέλλ. θύσομαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 310 (ἀλλ’ ὡς Παθ., Ἡρόδ. 7. 197): ἀόρ. ἐθυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. τῠθήσομαι Διόδ. 16. 91: ἀόρ. ἐτύθην ῠ Ἡρόδ. 1. 216, Αἰσχύλ. Χο. 242: πρκμ. τέθῠμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 341, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1034, Ξεν., ἀλλὰ [[μετὰ]] σημασ. μέσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 5. 1, 18· καὶ [[οὕτως]] ὑπερσ. ἐτέθῠτο [[αὐτόθι]] 3. 1, 23. ― (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε θύω Β). ῡ ἀείποτε ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., ῠ ἐν τῷ ἐνεργ. καὶ παθητ. πρκμ. καὶ παθητ. ἀορ.· ῡ μακρὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ, πλὴν τῶν τρισυλλάβων πτώσεων τῆς μετοχ., θῠοντα Ὀδ. Ο. 260· θῠοντες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 491· θῠοντι Θεόκρ. 4. 21. ― Ἀκολούθως ἔχομεν ὀλίγας ἄλλας ἐξαιρέσεις: θῠεσκε Ἱππῶναξ 28˙ ἔθῠε, θῠων Πίνδ. Ο. 10 (11). 69., 19. 98˙ θῠειν, ἐν τέλει στίχου, Εὐρ. Ἠλ. 1141, Κύκλ. 334, Ἀριστοφ. Ἀχ. 792 (ἐν τῷ στόματι ξένου)˙ θῠεις, θῠω Στράβων παρ’ Ἀθην. 382Ε. Ι. [[προσφέρω]] [[μέρος]] τροφῆς ὡς ἀπαρχὴν εἰς τοὺς θεούς, (τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς Πλάτ. Εὐθύφρ. 14C)˙ θεοῖσι δὲ [[θῦσαι]] ἀνώγει Πάτροκλον..., ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 219 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. σημειώνει ὅτι ὁ Ὅμ. μετεχειρίζετο τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ [[προσφέρω]] ἢ [[καίω]], [[οὐδέποτε]] δὲ ὡς = τῷ σφάξαι, πρὸς θυσίαν)˙ ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς, ἐπὶ σπουδῆς, Ὀδ. Ξ. 446, πρβλ. Ο. 260˙ [[οὕτως]], [[ἔνθα]] δὲ πῦρ κήοντες ἐθύσαμεν (ἐνν. τῶν τυρῶν), ἐτελέσαμεν προσφορὰν τυροῦ, Ι. 213, πρβλ. [[μάλιστα]] Ἀθήν. 179Β κἑξ.: - οὕτω, θ. ἀκρόθινα Πίνδ. Ο. 10 (11). 70˙ πέλανον, δεῖπνα Αἰσχύλ: Πέρσ. 204, Εὐμ. 109˙ κριθάς, πυρούς, μελιτούττας Ἀριστοφ. Ὄρν. 565 κἑξ.˙ παρ’ Ἡροδ. [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., θ. τούτω ὅ τι ἔχοι [[ἕκαστος]] 1. 50˙ οὕτω, θ. ἵπποισι (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἵππους) 1. 216. 2) [[προσφέρω]] θυσίαν, δηλ. σφάζων θῦμά τι, τῷ Ἡλίῳ θ. ἵππους (διάφ. γραφ. ἵπποισι) Ἡρόδ. 1. 216˙ ταῦρον Πίνδ. Ο. 13. 96˙ [[αὐτοῦ]] παῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1417, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532, κτλ.˙ ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 59˙ ἱερεῖα Θουκ. 1. 126, κτλ.˙ θ. θύματα, θυσίας, [[διαβατήρια]], ἐπινίκια, [[ζωάγρια]], ἴδε ἐν λ.: - καὶ [[ἁπλῶς]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], Ἡρόδ. 1. 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 1061. - Παθ., τὰ τεθυμένα, ἡ σὰρξ τοῦ θύματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 14. κτλ.˙ τὰ τεθ. ἱερὰ [[αὐτόθι]] 3. 5, 5˙ τὰ θυόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 15, 3. 3) ἀπόλ., [[θυσιάζω]], [[προσφέρω]] θυσίας, Ἡρόδ. 1. 31, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 594, Ἀποσπ. 156, Σοφ. Ο. Κ. 1159˙ τοῖσι θεοῖσι θ. Φερεκρ. ἐν «Αὐτομάτῳ» 1, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60., 8. 138 θεῶν [[ἕνεκα]] Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 4) [[ἑορτάζω]] διὰ προσφορῶν ἢ θυσιῶν, μετ’ αἰτ., [[σῶστρα]] θ. Ἡρόδ. 1. 118˙ [[γενέθλια]] Πλάτ. Ἀλκ. 1. | |lstext='''θύω''': ῡ (Α), Ὅμ., κλ.: παρατατ. ἔθυον, Ἐπικ. θῦον Ὀδ. Ο. 222, Ἰων. θύεσκον Ἱππῶν. 28: μέλλ. θύσω ῡ Εὐρ., Πλάτ., κ. ἀλλ., Δωρ. θυσῶ Θεόκρ. 2. 33: ἀόρ. ἔθῡσα Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. θῦσα Ὀδ. Ξ. 446: πρκμ. τέθῠκα Ἀριστοφ. Λυσ. 1062, Πλάτ., πρβλ. Δράκοντα 46. 26., 87. 25. ― Μέσ., μέλλ. θύσομαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 310 (ἀλλ’ ὡς Παθ., Ἡρόδ. 7. 197): ἀόρ. ἐθυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. τῠθήσομαι Διόδ. 16. 91: ἀόρ. ἐτύθην ῠ Ἡρόδ. 1. 216, Αἰσχύλ. Χο. 242: πρκμ. τέθῠμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 341, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1034, Ξεν., ἀλλὰ [[μετὰ]] σημασ. μέσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 5. 1, 18· καὶ [[οὕτως]] ὑπερσ. ἐτέθῠτο [[αὐτόθι]] 3. 1, 23. ― (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε θύω Β). ῡ ἀείποτε ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., ῠ ἐν τῷ ἐνεργ. καὶ παθητ. πρκμ. καὶ παθητ. ἀορ.· ῡ μακρὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ, πλὴν τῶν τρισυλλάβων πτώσεων τῆς μετοχ., θῠοντα Ὀδ. Ο. 260· θῠοντες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 491· θῠοντι Θεόκρ. 4. 21. ― Ἀκολούθως ἔχομεν ὀλίγας ἄλλας ἐξαιρέσεις: θῠεσκε Ἱππῶναξ 28˙ ἔθῠε, θῠων Πίνδ. Ο. 10 (11). 69., 19. 98˙ θῠειν, ἐν τέλει στίχου, Εὐρ. Ἠλ. 1141, Κύκλ. 334, Ἀριστοφ. Ἀχ. 792 (ἐν τῷ στόματι ξένου)˙ θῠεις, θῠω Στράβων παρ’ Ἀθην. 382Ε. Ι. [[προσφέρω]] [[μέρος]] τροφῆς ὡς ἀπαρχὴν εἰς τοὺς θεούς, (τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς Πλάτ. Εὐθύφρ. 14C)˙ θεοῖσι δὲ [[θῦσαι]] ἀνώγει Πάτροκλον..., ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 219 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. σημειώνει ὅτι ὁ Ὅμ. μετεχειρίζετο τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ [[προσφέρω]] ἢ [[καίω]], [[οὐδέποτε]] δὲ ὡς = τῷ σφάξαι, πρὸς θυσίαν)˙ ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς, ἐπὶ σπουδῆς, Ὀδ. Ξ. 446, πρβλ. Ο. 260˙ [[οὕτως]], [[ἔνθα]] δὲ πῦρ κήοντες ἐθύσαμεν (ἐνν. τῶν τυρῶν), ἐτελέσαμεν προσφορὰν τυροῦ, Ι. 213, πρβλ. [[μάλιστα]] Ἀθήν. 179Β κἑξ.: - οὕτω, θ. ἀκρόθινα Πίνδ. Ο. 10 (11). 70˙ πέλανον, δεῖπνα Αἰσχύλ: Πέρσ. 204, Εὐμ. 109˙ κριθάς, πυρούς, μελιτούττας Ἀριστοφ. Ὄρν. 565 κἑξ.˙ παρ’ Ἡροδ. [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., θ. τούτω ὅ τι ἔχοι [[ἕκαστος]] 1. 50˙ οὕτω, θ. ἵπποισι (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἵππους) 1. 216. 2) [[προσφέρω]] θυσίαν, δηλ. σφάζων θῦμά τι, τῷ Ἡλίῳ θ. ἵππους (διάφ. γραφ. ἵπποισι) Ἡρόδ. 1. 216˙ ταῦρον Πίνδ. Ο. 13. 96˙ [[αὐτοῦ]] παῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1417, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532, κτλ.˙ ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 59˙ ἱερεῖα Θουκ. 1. 126, κτλ.˙ θ. θύματα, θυσίας, [[διαβατήρια]], ἐπινίκια, [[ζωάγρια]], ἴδε ἐν λ.: - καὶ [[ἁπλῶς]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], Ἡρόδ. 1. 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 1061. - Παθ., τὰ τεθυμένα, ἡ σὰρξ τοῦ θύματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 14. κτλ.˙ τὰ τεθ. ἱερὰ [[αὐτόθι]] 3. 5, 5˙ τὰ θυόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 15, 3. 3) ἀπόλ., [[θυσιάζω]], [[προσφέρω]] θυσίας, Ἡρόδ. 1. 31, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 594, Ἀποσπ. 156, Σοφ. Ο. Κ. 1159˙ τοῖσι θεοῖσι θ. Φερεκρ. ἐν «Αὐτομάτῳ» 1, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60., 8. 138 θεῶν [[ἕνεκα]] Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 4) [[ἑορτάζω]] διὰ προσφορῶν ἢ θυσιῶν, μετ’ αἰτ., [[σῶστρα]] θ. Ἡρόδ. 1. 118˙ [[γενέθλια]] Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· [[Λύκαια]], Ἡράκλεια Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10, Δημ. 368. 11˙ [[ἐλευθέρια]] Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10˙ γάμους Πλούτ. Πομπ. 55. 5) [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., εὐαγγέλια θ. ἑκατὸν [[βοῦς]], [[θυσιάζω]] 100 [[βοῦς]] ἐπὶ τῇ καλῇ ἀγγελίᾳ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 656. 6) Ἑστίᾳ θύειν, παροιμ. ἐπὶ φιλαργύρων, [[διότι]] οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ συμμετάσχῃ τῶν θυμάτων τῶν εἰς τὴν Ἑστίαν προσφερομένων, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Καπ. 4. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ θυσιασθῇ ἢ διατάττω νὰ θυσιασθῇ θῦμά τι ἵνα [[λάβω]] μαντείαν, [[ἑπομένως]], = [[λαμβάνω]] μαντείαν, [[μαντεύομαι]], Ἡρόδ. 7. 167, 189, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 137, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 340˙ ἐπὶ Πέρσῃ, ἐπὶ Κρότωνα, δηλ. περὶ ἐκστρατείας [[ἐναντίον]]..., Ἡρόδ. 5. 44., 9. 10, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21: - σπαν. μετ’ ἀπαρ., θύομαι ἰέναι, συμβουλεύομαι τὰ ἱερὰ ἂν πρέπει νὰ ἀπέλθω ἢ [[οὐχί]], Ξεν. Ἀν. 2. 2, 3˙ οὕτω, θύεσθαι ἐπ’ ἐξόδῳ [[αὐτόθι]] 6. 4, 9˙ [[ὑπὲρ]] τῆς μονῆς [[αὐτόθι]] 5. 6, 27˙ ἐθυόμην εἰ βέλτιον ἦν, προσέφερον θυσίας [[ὅπως]] μάθω ἂν..., [[αὐτόθι]] 5. 9, 31 ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἔθυε τῷ Διΐ.., πότερα ἄμεινον εἴη..., [[αὐτόθι]] 7. 6, 44)˙ [[διαβατήρια]] θύεσθαι, ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 5. 54: - μεταφ., κατασπαράττω, ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 137. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |