Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυμφαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nymfaios
|Transliteration C=nymfaios
|Beta Code=numfai=os
|Beta Code=numfai=os
|Definition=α, ον, (νύμφη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">sacred to the Nymphs</b>, σκοπιαί <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>447</span>(lyr.) ; νᾶμα <span class="title">AP</span>14.71 ; δρυες <span class="bibl">Tryph.324</span> ; <b class="b3">νυμφαία λιβάς</b> <b class="b2">pure spring</b> water, prob.l. in <span class="bibl">Antiph.52.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">νυμφαῖον, τό,</b> <b class="b2">sanctuary of the Nymphs</b>, IG 11(2).144<span class="title">A</span>91 (Delos, iv B. C.), <span class="title">CIG</span>4616 (Syria, ii A. D.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>7</span>, etc. : Boeot. νυνφῆον <span class="title">Schwyzer</span> 485.6 (Thespiae, iii B. C.) ; esp. <b class="b2">fountain with architectural background</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>8.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">ν. πτέρις</b>, = [[θηλυπτερίς]], Dsc.4.185 ; = [[δρυοπτερίς]], Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>216</span> (lyr.) : fort. <b class="b3">νύμφαν</b>.]</span>
|Definition=α, ον, ([[νύμφη]])<br><span class="bld">A</span> of or [[sacred to the Nymphs]], σκοπιαί E.''El.''447(lyr.); νᾶμα ''AP''14.71; δρυες Tryph.324; <b class="b3">νυμφαία λιβάς</b> [[pure spring]] water, prob.l. in Antiph.52.13.<br><span class="bld">II</span> [[νυμφαῖον]], τό, [[sanctuary of the Nymphs]], IG 11(2).144''A''91 (Delos, iv B. C.), ''CIG''4616 (Syria, ii A. D.), Plu.''Alex.''7, etc.: Boeot. [[νυνφῆον]] ''Schwyzer'' 485.6 (Thespiae, iii B. C.); esp. [[fountain with architectural background]], Philostr.''VA''8.12.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ν. πτέρις</b>, = [[θηλυπτερίς]], Dsc.4.185; = [[δρυοπτερίς]], Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in E.''IT''216 (lyr.): fort. [[νύμφαν]].]
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[qui concerne les nymphes]], [[consacré aux nymphes]].<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]].
}}
{{pape
|ptext=<i>den [[Nymphen]] [[gehörig]], [[ihnen]] [[heilig]]</i>; νυμφαίας σκοπιάς, Eur. <i>El</i>. 447; [[νᾶμα]], <i>Ep.adesp</i>. 240 (XIV.71); andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφαῖος:''' [[населенный нимфами или посвященный нимфам]] (σκοπιαί Eur.; [[νᾶμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυμφαῖος''': -α, -ον, ([[νύμφη]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447· [[νᾶμα]] Ἀνθ. Π. 14. 71· [[νυμφαία]] [[λιβάς]], καθαρὸν πηγαῖον [[ὕδωρ]], πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
|lstext='''νυμφαῖος''': -α, -ον, ([[νύμφη]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447· [[νᾶμα]] Ἀνθ. Π. 14. 71· [[νυμφαία]] [[λιβάς]], καθαρὸν πηγαῖον [[ὕδωρ]], πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α νυμφαῑος, -αία, -ον) [[Νύμφα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ο υ σ.) <i>το νυμφαίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ιερό]] τών Νυμφῶν, [[τόπος]] όπου λατρευόταν οι Νύμφες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]] με αρχιτεκτονικό [[βάθος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Νυμφαῑα</i><br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν τών Νυμφών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυμφαία]] [[πτέρις]]»<br />i) το [[φυτό]] [[θηλυπτερίς]]. ii) το [[φυτό]] [[δρυοπτερίς]]. β) «[[νυμφαία]] [[λιβάς]]». πηγαίο, καθαρό [[νερό]].
|mltxt=-α, -ο (Α νυμφαῖος, -αία, -ον) [[Νύμφα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ο υ σ.) <i>το νυμφαίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ιερό]] τών Νυμφῶν, [[τόπος]] όπου λατρευόταν οι Νύμφες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]] με αρχιτεκτονικό [[βάθος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Νυμφαῖα</i><br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν τών Νυμφών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυμφαία]] [[πτέρις]]»<br />i) το [[φυτό]] [[θηλυπτερίς]]. ii) το [[φυτό]] [[δρυοπτερίς]]. β) «[[νυμφαία]] [[λιβάς]]». πηγαίο, καθαρό [[νερό]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυμφαῖος:''' -α, -ον ([[νύμφη]]), αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στις Νύμφες, σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''νυμφαῖος:''' -α, -ον ([[νύμφη]]), αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στις Νύμφες, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''νυμφαῖος:''' населенный нимфами или посвященный нимфам (σκοπιαί Eur.; [[νᾶμα]] Anth.).
|mdlsjtxt=[[νυμφαῖος]], η, ον [[νύμφη]]<br />of or [[sacred]] to the nymphs, Eur., Anth.
}}
}}