Anonymous

διαβαδίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβᾰδίζω''': μέλλ. -ιοῦμαι, μεταγεν. -ιῶ Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 1 ˙-[[διαβαίνω]] εἰς τὸ [[πέραν]], «περνῶ», Θουκ. 6. 101. 2) [[βαδίζω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]] Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 25, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[οὕτως]] ἐν τῷ μεσ. ἐνεστ., Θεμίστ, 253Α.
|lstext='''διαβᾰδίζω''': μέλλ. -ιοῦμαι, μεταγεν. -ιῶ Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 1 ·-[[διαβαίνω]] εἰς τὸ [[πέραν]], «περνῶ», Θουκ. 6. 101. 2) [[βαδίζω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]] Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 25, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[οὕτως]] ἐν τῷ μεσ. ἐνεστ., Θεμίστ, 253Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly