Anonymous

θέλγητρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέλγητρον''': τό, ([[θέλγω]]) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211˙ πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F˙ ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14˙ πρβλ. [[θέλκτρον]]. 2) μαγικὸν [[μέσον]], [[φίλτρον]], Ἡλιόδ. 7, 9.
|lstext='''θέλγητρον''': τό, ([[θέλγω]]) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211· πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F· ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14· πρβλ. [[θέλκτρον]]. 2) μαγικὸν [[μέσον]], [[φίλτρον]], Ἡλιόδ. 7, 9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly