3,274,418
edits
(1b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεουδής''': -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», [[εὐσεβής]], Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί [[σφιν]] [[νόος]] ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. | |lstext='''θεουδής''': -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», [[εὐσεβής]], Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί [[σφιν]] [[νόος]] ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. 176· θεουδέα θυμὸν ἔχοντα Τ. 364· βασιλῆος... [[ὅστε]] θεουδὴς Τ. 109· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (Κοινῶς θεωρεῖται ὡς συνῃρημ. ἐκ τοῦ [[θεοειδής]]· ἀλλ’ ἡ [[ἀναλογία]] θὰ ἀπῄτει θεώδης, πρὸς δὲ καὶ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ συμφραζόμενα. Πιθανῶς ὀρθῶς φρονεῖ ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.) νομίζων τὴν λέξιν ὡς ποιητ. κατὰ μεταπλασμὸν τύπου τοῦ θεοδεής, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Β. 119, καὶ τὰ Παλατιν. Σχόλ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ [[δεισιδαίμων]]. Μεταγεν. [[ὅμως]] ποιηταί, ὡς Κόϊντ. Σμ. 1. 64., 3. 775, χρῶνται τῷ θεουδὴς ἀκριβῶς ὡς συνωνύμῳ τῷ [[θεῖος]].) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |