Anonymous

κάρκαρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρκαρον''': τό, [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], carcer, «[[κάρκαρον]]: τὸ [[δεσμωτήριον]]˙ [[οὕτως]] Σώφρων» Φώτ.˙ -[[ὡσαύτως]] κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... [[μάνδρα]]».
|lstext='''κάρκαρον''': τό, [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], carcer, «[[κάρκαρον]]: τὸ [[δεσμωτήριον]]· [[οὕτως]] Σώφρων» Φώτ.· -[[ὡσαύτως]] κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516· -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... [[μάνδρα]]».
}}
}}
{{grml
{{grml