Anonymous

καρκινόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(6_14)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καρκῐνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι ὅμοιον πρὸς καρκίνον, κ. τοὺς δακτύλους, [[συγκάμπτω]] ἢ κυρτώνω αὐτοὺς ὡς χηλὰς καρκίνων, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15˙ ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 180. - Παθ., ἐπὶ ῥιζῶν, περιπλέκομαι, «ἐμπερδεύομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 1. 12, 3, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «καρκινοῦται˙ [[ὅταν]] ῥιζοῦται ὁ [[σῖτος]] καὶ σκληρύνεται». ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], [[πάσχω]] ἐκ καρκίνου, Ἱππ. 570. 30.
|lstext='''καρκῐνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι ὅμοιον πρὸς καρκίνον, κ. τοὺς δακτύλους, [[συγκάμπτω]] ἢ κυρτώνω αὐτοὺς ὡς χηλὰς καρκίνων, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15· ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 180. - Παθ., ἐπὶ ῥιζῶν, περιπλέκομαι, «ἐμπερδεύομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 1. 12, 3, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «καρκινοῦται· [[ὅταν]] ῥιζοῦται ὁ [[σῖτος]] καὶ σκληρύνεται». ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], [[πάσχω]] ἐκ καρκίνου, Ἱππ. 570. 30.
}}
}}