3,274,916
edits
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[λίαν]] [[ψυχραίνω]], ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, [[ὕδωρ]] κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ. | |lstext='''καταψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[λίαν]] [[ψυχραίνω]], ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, [[ὕδωρ]] κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.· ὁ [[φόβος]] καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4·- ψυχραίνομαι, [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.· κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., [[δροσίζω]], [[ἀναψύχω]], καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, [[χώρα]] κατεψυγμένη, [[κατάξηρος]], Διόδ. 1. 7· ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, [[ἄδενδρος]], ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ [[κατάσκιος]] [[τόπος]], Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |