3,277,301
edits
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάταργμα''': | |lstext='''κάταργμα''': τὸ·- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. [[κατάρχω]] ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ [[οὐλοχύται]], Εὐρ. Ι. Τ. 244· ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |