3,270,341
edits
(1b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμένω''': μέλλ. - | |lstext='''διαμένω''': μέλλ. -μενῶ· πρκμ. -μεμένηκα· - [[μένω]] διαρκῶς, τινὶ Ἱππ. 1248Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7· - [[ἐπιμένω]], ἔν τινι Πλάτ. Πρωτ. 344Β· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπολ. 30· δ. ἐν ἑαυτῷ, ἐπιμένει εἰς τὸν σκοπόν του, Πολύβ. 10. 40, 6· - ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, [[μένω]] [[σταθερός]], Δημ. 44. 10., 583, 27· διατηροῦμαι, ἐξακολουθῶ νὰ [[ὑπάρχω]], νὰ ζῶ, Ἐπίχ. 146 Ahr.· [[ὑπομένω]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], Ἰσοκρ. 169D· ἐπὶ μορφῆς, χρώματος, κτλ., ταὐτὸν δ., ἐξακολουθῶ ὢν ὁ [[αὐτός]], εἶμαι [[διαρκής]], Ἄλεξ. Βρεττ. 2· [[χρῶμα]] διαμένον Νικόλ. Ἀδήλ. 1. 28, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀδήλ. 60· - [[μετὰ]] μετοχ., δ. λέγων Δημ. 107. 21· δ. ὅμοιοι ὄντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |