3,274,122
edits
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχώννῡμι''': (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): - | |lstext='''καταχώννῡμι''': (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω·- χώνω βαθέως, [[σκεπάζω]] μὲ σωρὸν χώματος, [[κατακαλύπτω]], κατορύττω, [[θάπτω]], ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173· κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295· οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225· [[χρυσίον]] πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) [[φράττω]], «στουπώνω», τὸ [[στόμιον]] τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., [[κατακλύζω]], «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, [[οἷον]] καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· [[πλείω]] ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· [[ὡσαύτως]], [[θάπτω]] ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, [[ἐπισκιάζω]], ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |