Anonymous

καταμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμβλύνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη [[κέντρον]] Ἀνθ. Π. 5. 220˙ μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων [[κέαρ]] Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).
|lstext='''καταμβλύνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη [[κέντρον]] Ἀνθ. Π. 5. 220· μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων [[κέαρ]] Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly