Anonymous

κουριάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10˙ [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10· [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
}}
}}
{{bailly
{{bailly