Anonymous

λιθάργυρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(23)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθάργῠρος''': ἡ, Λατ. spuma argenti, ὁ [[ὑαλώδης]] [[μόλυβδος]] ὁ συναγόμενος κατὰ τὴν χώνευσιν ἀργυρούχου γῆς πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ ἀργύρου ἀπὸ τοῦ μολύβδου, Νικ. Ἀλ. 607˙ [[ἐνίοτε]] καλεῖται λ. ἀργυρῖτις, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ὀξειδίου τοῦ καλουμένου λ. χρυσῖτις, ἐν ᾧ ὑπῆρχε καὶ [[μῖγμα]] χρυσοῦ, Διοσκ. 5. 102. ΙΙ. = [[λιθαργύρινος]], Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451C.
|lstext='''λῐθάργῠρος''': ἡ, Λατ. spuma argenti, ὁ [[ὑαλώδης]] [[μόλυβδος]] ὁ συναγόμενος κατὰ τὴν χώνευσιν ἀργυρούχου γῆς πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ ἀργύρου ἀπὸ τοῦ μολύβδου, Νικ. Ἀλ. 607· [[ἐνίοτε]] καλεῖται λ. ἀργυρῖτις, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ὀξειδίου τοῦ καλουμένου λ. χρυσῖτις, ἐν ᾧ ὑπῆρχε καὶ [[μῖγμα]] χρυσοῦ, Διοσκ. 5. 102. ΙΙ. = [[λιθαργύρινος]], Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λιθάργυρος]], ή, Μ και [[λιθάργυρος]], ὁ)<br />μια από τις δύο μορφές του ορυκτού οξειδίου του δισθενούς μολύβδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[λιθαργύρινος]].
|mltxt=ο (AM [[λιθάργυρος]], ή, Μ και [[λιθάργυρος]], ὁ)<br />μια από τις δύο μορφές του ορυκτού οξειδίου του δισθενούς μολύβδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[λιθαργύρινος]].
}}
}}