3,253,652
edits
(3) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίθαξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ([[λίθος]]) [[λιθώδης]], [[μήπως]] μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι [[ποτὶ]] πέτρῃ, «[[μήπως]] με προσρίψῃ πέτρᾳ τινὶ ἐχούσῃ προβολὰς ὀξείας, τοιαύτη γὰρ ἡ [[λίθαξ]] [[πέτρα]]» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Ε. 415. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., = [[λίθος]], Ἄρατ. 1112, Ὀρφ. Ἀργ. | |lstext='''λίθαξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ([[λίθος]]) [[λιθώδης]], [[μήπως]] μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι [[ποτὶ]] πέτρῃ, «[[μήπως]] με προσρίψῃ πέτρᾳ τινὶ ἐχούσῃ προβολὰς ὀξείας, τοιαύτη γὰρ ἡ [[λίθαξ]] [[πέτρα]]» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Ε. 415. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., = [[λίθος]], Ἄρατ. 1112, Ὀρφ. Ἀργ. 611· ἐπὶ λίθου ἐπιταφίου, Ἀνθ. Π. 7. 392· ἐπὶ πολυτίμου λίθου, Μανέθων 6. 343· λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, ἐπὶ τῆς κισήρεως, «ἐλαφροπέτρας», Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) ἐν τῷ πληθ., γῆ [[λιθώδης]], Νικ. Θηρ. 150· πρβλ. [[ἕρμαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |