Anonymous

μήτρως: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μήτρως''': Δωρ. μᾱτρ-, ὁ˙ γεν. ωος καὶ ω, αἰτ. ωα καὶ ων˙ ὁ πληθ. ἀείποτε κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν, ὡς τὸ [[πάτρως]]˙ - πρὸς μητρὸς [[θεῖος]], Ἰλ. Β. 662., Π. 717, Ἡρόδ. 4. 80, κτλ. 2) [[καθόλου]], συγγενὴς πρὸς μητρός, μάτρωες ἄνδρες Πινδ. Π. 6. 130, πρβλ. Ν. 10. 70, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43. 3) = [[μητροπάτωρ]], Πινδ. Ο. 9. 96.
|lstext='''μήτρως''': Δωρ. μᾱτρ-, ὁ· γεν. ωος καὶ ω, αἰτ. ωα καὶ ων· ὁ πληθ. ἀείποτε κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν, ὡς τὸ [[πάτρως]]· - πρὸς μητρὸς [[θεῖος]], Ἰλ. Β. 662., Π. 717, Ἡρόδ. 4. 80, κτλ. 2) [[καθόλου]], συγγενὴς πρὸς μητρός, μάτρωες ἄνδρες Πινδ. Π. 6. 130, πρβλ. Ν. 10. 70, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43. 3) = [[μητροπάτωρ]], Πινδ. Ο. 9. 96.
}}
}}
{{bailly
{{bailly