Anonymous

καταχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρώννῡμι''': μέλλ. -χρώσω˙ -[[χρωματίζω]] ἐντελῶς, [[καταβάπτω]], καταχρῶσαι τὴν κόμην [[Πολυδ]]. Β΄, 35˙- Παθ., κατεχρώσθη τὸ [[πρόσωπον]] κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121˙- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911˙- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., [[Πολυδ]]. Ζ΄, 169˙ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[ὡσαύτως]], καταχρώσκω.
|lstext='''καταχρώννῡμι''': μέλλ. -χρώσω· -[[χρωματίζω]] ἐντελῶς, [[καταβάπτω]], καταχρῶσαι τὴν κόμην [[Πολυδ]]. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ [[πρόσωπον]] κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., [[Πολυδ]]. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[ὡσαύτως]], καταχρώσκω.
}}
}}
{{bailly
{{bailly