Anonymous

μελαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· ([[μέλας]]). Ποιῶ τι [[μέλαν]], «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472˙ μεταφ., [[μελαίνω]] τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλὸν Ἰλ. Ε. 354˙ [[ὡσαύτως]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ αἵματος, μελανθὲν [[αἷμα]] Σοφ. Αἴ. 919˙ ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ [[ὄπισθεν]] Ἰλ. Σ. 548˙ ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, [[αὐτόθι]] 167˙ αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε˙ ἐπὶ τριχῶν [[ὡσαύτως]], βάπτομαι μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376˙ - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ˙ πρβλ. [[μελάνω]]. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., [[γίνομαι]], [[μέλας]], «μαυρίζω», ὡς [[σημεῖον]] νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., [[γίνομαι]] [[μέλας]], Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ.
|lstext='''μελαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· ([[μέλας]]). Ποιῶ τι [[μέλαν]], «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472· μεταφ., [[μελαίνω]] τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλὸν Ἰλ. Ε. 354· [[ὡσαύτως]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ αἵματος, μελανθὲν [[αἷμα]] Σοφ. Αἴ. 919· ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ [[ὄπισθεν]] Ἰλ. Σ. 548· ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, [[αὐτόθι]] 167· αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε· ἐπὶ τριχῶν [[ὡσαύτως]], βάπτομαι μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376· - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ· πρβλ. [[μελάνω]]. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., [[γίνομαι]], [[μέλας]], «μαυρίζω», ὡς [[σημεῖον]] νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., [[γίνομαι]] [[μέλας]], Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly