Anonymous

νυκτιπόλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτῐπόλος''': -ον, ([[πολέω]]) ὁ πλανώμενος διὰ νυκτός, ἐπὶ τῶν βακχευόντων, Εὐρ. Ἴων 718, 1049, κτλ.˙ οὕτω, νυκτῐπόλευτος, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 7.
|lstext='''νυκτῐπόλος''': -ον, ([[πολέω]]) ὁ πλανώμενος διὰ νυκτός, ἐπὶ τῶν βακχευόντων, Εὐρ. Ἴων 718, 1049, κτλ.· οὕτω, νυκτῐπόλευτος, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly