Anonymous

γονή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γονή''': ἡ, (γενέσθαι) τὸ παραγόμενον, ἡ [[γενεά]], οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα, γονὴ γένετο κρειόντων Ἰλ. Ω. 539· γονὴν Ἀρκεισιάδαο Ὀδ. Δ. 755· οἱ οὔ τι παίδων... γονὴ γένετο, δὲν ἐκτήσατο τέκνα, Ἰλ. Ω. 539· γ. τέκνων,= τέκνα Εὐρ. Μηδ. 1136· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., εἰσὶ χἀτέροις γοναὶ κακαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1192· γονὰς κατηκόους φύσαντες ὁ αὐτ. Ἀντ. 642˙― [[ὡσαύτως]], τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· ἐν... τετρασκελεῖ γονῇ, δηλ. μεταξὺ τῶν τετραπόδων, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· ἐπὶ τῶν καρπῶν ἢ προϊόντων τῆς γῆς, Πλάτ. Ἀξ. 371C. 2) ὡς τὸ [[γενεά]], γένος, «ῥάτσα», οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· γονῇ [[γενναῖος]] Σοφ. Ο. Τ. 1496, πρβλ. Ἠλ. 156 (ἴδε ἐν λ. [[ἀπόρρητος]])· ἡ Δαρδάνου γ. Εὐρ. Τρῳ. 1290· καὶ κατὰ πληθ., μηδὲν ὢν γοναῖσι Σοφ. Αἴ. 1094, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνι 328· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 3. 3) [[γενεά]], Πίνδ. Π. 4. 255· [[τρίτος]]... πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς Αἰσχύλ. Πρ. 774· τριτοσπόρῳ γονῇ Πέρσ. 818. ΙΙ. τὸ παρέχον ζωήν, τὸ [[σπέρμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 731, Ἡρόδ. 3. 101, 109, Ἱππ. 232. 29, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 18, 38,· κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 7. 124, Σοφ. Ἀντ. 950. 2) τὰ γεννητικὰ μόρια [[καθόλου]], Ἱππ. Μοχλ. 842· ἰδίως ἡ [[μήτρα]], ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 810, ἴδε Fo ës. Οἰκον.· πρὶν... μητρὸς ἐκ γονῆς [[μολεῖν]] Εὐρ. Φοιν. 1597. ΙΙΙ. ὡς ἐνεργ., [[γένεσις]], [[γέννησις]], Πίνδ. Ι. 7 (6). 10. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, [[γέννα]], [[τοκετός]], Εὐρ. Φοιν. 355, 1591, Θεόκρ. 17. 44. 3) ἐπὶ τοῦ τέκνου, τὸ γεννηθῆναι, ἡ [[γέννησις]], ἐκ γονῆς Ἱππ. 1133D· γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ Σοφ. Ο. Κ. 1294· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] [[συχνάκις]] συγχωνεύεται εἰς τὴν Ι. 2.
|lstext='''γονή''': ἡ, (γενέσθαι) τὸ παραγόμενον, ἡ [[γενεά]], οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα, γονὴ γένετο κρειόντων Ἰλ. Ω. 539· γονὴν Ἀρκεισιάδαο Ὀδ. Δ. 755· οἱ οὔ τι παίδων... γονὴ γένετο, δὲν ἐκτήσατο τέκνα, Ἰλ. Ω. 539· γ. τέκνων,= τέκνα Εὐρ. Μηδ. 1136· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., εἰσὶ χἀτέροις γοναὶ κακαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1192· γονὰς κατηκόους φύσαντες ὁ αὐτ. Ἀντ. 642·― [[ὡσαύτως]], τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· ἐν... τετρασκελεῖ γονῇ, δηλ. μεταξὺ τῶν τετραπόδων, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· ἐπὶ τῶν καρπῶν ἢ προϊόντων τῆς γῆς, Πλάτ. Ἀξ. 371C. 2) ὡς τὸ [[γενεά]], γένος, «ῥάτσα», οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· γονῇ [[γενναῖος]] Σοφ. Ο. Τ. 1496, πρβλ. Ἠλ. 156 (ἴδε ἐν λ. [[ἀπόρρητος]])· ἡ Δαρδάνου γ. Εὐρ. Τρῳ. 1290· καὶ κατὰ πληθ., μηδὲν ὢν γοναῖσι Σοφ. Αἴ. 1094, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνι 328· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 3. 3) [[γενεά]], Πίνδ. Π. 4. 255· [[τρίτος]]... πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς Αἰσχύλ. Πρ. 774· τριτοσπόρῳ γονῇ Πέρσ. 818. ΙΙ. τὸ παρέχον ζωήν, τὸ [[σπέρμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 731, Ἡρόδ. 3. 101, 109, Ἱππ. 232. 29, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 18, 38,· κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 7. 124, Σοφ. Ἀντ. 950. 2) τὰ γεννητικὰ μόρια [[καθόλου]], Ἱππ. Μοχλ. 842· ἰδίως ἡ [[μήτρα]], ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 810, ἴδε Fo ës. Οἰκον.· πρὶν... μητρὸς ἐκ γονῆς [[μολεῖν]] Εὐρ. Φοιν. 1597. ΙΙΙ. ὡς ἐνεργ., [[γένεσις]], [[γέννησις]], Πίνδ. Ι. 7 (6). 10. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, [[γέννα]], [[τοκετός]], Εὐρ. Φοιν. 355, 1591, Θεόκρ. 17. 44. 3) ἐπὶ τοῦ τέκνου, τὸ γεννηθῆναι, ἡ [[γέννησις]], ἐκ γονῆς Ἱππ. 1133D· γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ Σοφ. Ο. Κ. 1294· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] [[συχνάκις]] συγχωνεύεται εἰς τὴν Ι. 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly