Anonymous

νόμαιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νόμαιος''': -α, -ον, ([[νόμος]]) ὁ εἰθισμένος, [[συνήθης]]˙ νόμαια, τά, ὡς τὸ [[νόμιμα]], ἔθιμα, συνήθειαι, Λατ. institute, ξενικὰ ν. Ἡρόδ. 1. 135˙ Ἑλληνικὰ ν. 2. 91, κ. ἀλλ.˙ τὸ ἑνικὸν ἀπαντᾷ ἐν 2. 49.
|lstext='''νόμαιος''': -α, -ον, ([[νόμος]]) ὁ εἰθισμένος, [[συνήθης]]· νόμαια, τά, ὡς τὸ [[νόμιμα]], ἔθιμα, συνήθειαι, Λατ. institute, ξενικὰ ν. Ἡρόδ. 1. 135· Ἑλληνικὰ ν. 2. 91, κ. ἀλλ.· τὸ ἑνικὸν ἀπαντᾷ ἐν 2. 49.
}}
}}
{{bailly
{{bailly