Anonymous

νυκτοπορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
m (Text replacement - "" to "·")
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτοπορέω''': πορεύομαι, ὁδοιπορῶ διὰ νυκτός, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 19· - νυκτοπορία, ἡ, ἡ διὰ νυκτὸς [[πορεία]], Πολύβ. 5. 7, 3, κτλ.˙ - νυκτοπόρος, ον, ὁ ὁδοιπορῶν διὰ νυκτός, Ὀππ. Κυν. 3. 268˙ [[νυκτιπόρος]], [[αὐτόθι]] 1. 440.
|lstext='''νυκτοπορέω''': πορεύομαι, ὁδοιπορῶ διὰ νυκτός, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 19· - νυκτοπορία, ἡ, ἡ διὰ νυκτὸς [[πορεία]], Πολύβ. 5. 7, 3, κτλ.· - νυκτοπόρος, ον, ὁ ὁδοιπορῶν διὰ νυκτός, Ὀππ. Κυν. 3. 268· [[νυκτιπόρος]], [[αὐτόθι]] 1. 440.
}}
}}
{{bailly
{{bailly