3,251,689
edits
(3) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάμπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν, δηλ. δασεῖαν τὴν πυγήν, τριχωτὰ ὀπίσθια, [[ὅπερ]] ἐθεωρεῖτο ὡς [[σημεῖον]] ἀνδρείας (πρβλ. [[λάσιος]]), Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» | |lstext='''μελάμπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν, δηλ. δασεῖαν τὴν πυγήν, τριχωτὰ ὀπίσθια, [[ὅπερ]] ἐθεωρεῖτο ὡς [[σημεῖον]] ἀνδρείας (πρβλ. [[λάσιος]]), Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 2· [[ὄνομα]] τοῦ Ἡρακλέους, μ. τοῖς ἐχθροῖς, «σωστὸς [[Ἡρακλῆς]] διὰ τοὺς ἐχθρούς», Ἀριστοφ. Λυσ. 802· ἴδε Müller Dor. 2. 12, § 10, Wess. εἰς Ἡρόδ. 7. 216· [[ἐντεῦθεν]] τὸ παροιμιακόν, μή τευ μελαμπύγου τύχῃς, πρόσεχε νὰ μή σου τύχῃ κανεὶς μαλλιαρόκωλος, νὰ μὴ εὕρῃς τὸν διάβολόν σου, Ἀρχίλ. 99. ΙΙ. ἐπὶ ἀγρίου καὶ ὁρμητικοῦ εἴδους ἀετοῦ (ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |