Anonymous

λιμώσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑμώσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πάσχω]] ἐκ πείνης, εἶμαι πεινασμένος, «λιμώττειν ἐκείνους φαμὲν ὅσοι δι’ ἀπορίαν σιτίων εἰς [[ἄκρον]] ἥκουσι πείνης» Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφ. 2, 16, Στράβ. 722, Βάβρ. 45. 8, Ἀνθ. Π. 6. 307, Λουκ. π. Πένθ. 9, Ἀλκίφρων 1. 21˙ ἀόρ. ἐλίμωξα, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμιογρ.˙ μέσ. μέλλ. λιμώξομαι, μνημονεύεται ἐκ Νικηφ. Ρητ. - Πρβλ. [[λοιμώσσω]] ἐκ τοῦ [[λοιμός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.
|lstext='''λῑμώσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πάσχω]] ἐκ πείνης, εἶμαι πεινασμένος, «λιμώττειν ἐκείνους φαμὲν ὅσοι δι’ ἀπορίαν σιτίων εἰς [[ἄκρον]] ἥκουσι πείνης» Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφ. 2, 16, Στράβ. 722, Βάβρ. 45. 8, Ἀνθ. Π. 6. 307, Λουκ. π. Πένθ. 9, Ἀλκίφρων 1. 21· ἀόρ. ἐλίμωξα, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμιογρ.· μέσ. μέλλ. λιμώξομαι, μνημονεύεται ἐκ Νικηφ. Ρητ. - Πρβλ. [[λοιμώσσω]] ἐκ τοῦ [[λοιμός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.
}}
}}
{{bailly
{{bailly