Anonymous

ξυρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «[[παροιμία]] πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
|lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «[[παροιμία]] πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η [[παροιμία]] «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. αττ. τ. της λ. [[ξυρόν]].
|mltxt=[[ξυρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η [[παροιμία]] «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. αττ. τ. της λ. [[ξυρόν]].
}}
}}