Anonymous

κατάφυτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάφῠτος''': -ον, καταπεφυτευμένος, [[πλήρης]] φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, κ. ἀσφοδέλῳ, [[πλήρης]] ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11˙ [[περίπατος]] κ. καὶ [[σύσκιος]] Πλουτ. Κικ. 48.
|lstext='''κατάφῠτος''': -ον, καταπεφυτευμένος, [[πλήρης]] φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, κ. ἀσφοδέλῳ, [[πλήρης]] ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11· [[περίπατος]] κ. καὶ [[σύσκιος]] Πλουτ. Κικ. 48.
}}
}}
{{bailly
{{bailly