Anonymous

ξυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλίζομαι''': μέσ., [[συλλέγω]] ξύλα, Λατ. lignari, ξυλιζόμενος Ξεν. Ἀν, 2. 4, 11, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25˙ μεταφ., ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Ἀλκίφρων 1. 1.
|lstext='''ξῠλίζομαι''': μέσ., [[συλλέγω]] ξύλα, Λατ. lignari, ξυλιζόμενος Ξεν. Ἀν, 2. 4, 11, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· μεταφ., ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Ἀλκίφρων 1. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly