3,277,114
edits
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῶμα''': τό, ([[ζώννυμι]]) ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]] τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = [[χιτών]], Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ. | |lstext='''ζῶμα''': τό, ([[ζώννυμι]]) ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]] τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = [[χιτών]], Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.· ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240· - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ [[ζωστήρ]], λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ [[ὑπένερθε]] ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187· - [[ὡσαύτως]] τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα [[διάζωμα]] ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς [[διάζωμα]], Ψ. 683· πρβλ. [[ζώννυμι]]. ΙΙ. μεταγεν. [[ὡσαύτως]] = [[ζώνη]], [[ζωστήρ]], ἡ [[ζώνη]] γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ [[τύπος]] οὐχὶ ἀττικὸς [[ζῶσμα]] (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |