Anonymous

ηχώ: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(16)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM ἠχώ, Α και δωρ. τ. ἀχώ)<br />η [[επανάληψη]] ήχου από [[ανάκλαση]] τών ηχητικών κυμάτων, [[αντήχηση]], [[αντίλαλος]], αντιβούισμα<br /><b>2.</b> (ως κύρ. όνομα) <i>Ηχώ</i><br />η [[προσωποποίηση]] του αντίλαλου, στους αρχαίους μυθικό [[πρόσωπο]], [[νύμφη]] τών πηγών και τών δασών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> η πιστή [[επανάληψη]] ή [[μίμηση]] τών λεχθέντων ή γραφέντων από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[άτομο]] που επαναλαμβάνει ή μιμείται («[[είναι]] η ηχώ της κυρίας της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]], [[κρότος]], βοή<br /><b>2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].———————— <b>(II)</b><br />(AM ἠχῶ, -έω, Α και δωρ. τ. ἀχῶ)<br /><b>1.</b> [[παράγω]] ήχο, [[κροτώ]], [[βουίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ακούομαι, [[αντηχώ]], [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], [[γίνομαι]] [[αισθητός]] («[[λόγια]] [[γλυκά]]... που ηχούνε στην [[καρδιά]] σου», Λασκαρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> έχω μια ορισμένη [[απήχηση]], [[δημιουργώ]] μια ορισμένη [[εντύπωση]], [[βρίσκω]] ορισμένη [[υποδοχή]] («οι λόγοι του δεν ήχησαν καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ηχήσει («τὴν κιθάραν ἤχησεν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ. με δοτ.) <i>ἠχοῡμαι τινι</i><br />[[εξυμνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM ἠχώ, Α και δωρ. τ. ἀχώ)<br />η [[επανάληψη]] ήχου από [[ανάκλαση]] τών ηχητικών κυμάτων, [[αντήχηση]], [[αντίλαλος]], αντιβούισμα<br /><b>2.</b> (ως κύρ. όνομα) <i>Ηχώ</i><br />η [[προσωποποίηση]] του αντίλαλου, στους αρχαίους μυθικό [[πρόσωπο]], [[νύμφη]] τών πηγών και τών δασών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> η πιστή [[επανάληψη]] ή [[μίμηση]] τών λεχθέντων ή γραφέντων από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[άτομο]] που επαναλαμβάνει ή μιμείται («[[είναι]] η ηχώ της κυρίας της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]], [[κρότος]], βοή<br /><b>2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].<br /><b>(II)</b><br />(AM ἠχῶ, -έω, Α και δωρ. τ. ἀχῶ)<br /><b>1.</b> [[παράγω]] ήχο, [[κροτώ]], [[βουίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ακούομαι, [[αντηχώ]], [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], [[γίνομαι]] [[αισθητός]] («[[λόγια]] [[γλυκά]]... που ηχούνε στην [[καρδιά]] σου», Λασκαρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> έχω μια ορισμένη [[απήχηση]], [[δημιουργώ]] μια ορισμένη [[εντύπωση]], [[βρίσκω]] ορισμένη [[υποδοχή]] («οι λόγοι του δεν ήχησαν καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ηχήσει («τὴν κιθάραν ἤχησεν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ. με δοτ.) <i>ἠχοῡμαι τινι</i><br />[[εξυμνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].
}}
}}